ἐρανικός
English (LSJ)
ἐρανική, ἐρανικόν, of or for an ἔρανος, ἐρανικὴ δίκη an action arising out of the matters of an ἔρανος, Arist.Ath.52.2, cf. Poll.8.37; ἐρανικὴ συγγραφή BGU1165.30 (i A.D.); νόμος ἐρανικός ibid.; ἐρανικὸς λόγος a speech (of Dinarchus) on these matters, D.H.Din.12; ἀκροάσεις ἐρανικές lectures paid for by fees, Posidon.36 J.
German (Pape)
[Seite 1017] zum ἔρανος gehörig, ἀκροάσεις ἐρανικαί, Vorlesungen für ein von den Zuhörern zusammengebrachtes Honorar, Posidon. bei Ath. V, 212 d; – ἐρανικαὶ δίκαι, Processe, die Vereine, ἔρανοι, betreffen, Poll. 8, 37; λόγος, Rede darüber, D. Hal. de Din. 12; – νόμος, Gesetz, dieselben betreffend, Poll. Vgl. Meier und Schömann att. Prozess S. 540. 543.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρᾰνικός: -ή, -όν, περὶ ἐράνου, ἢ ἀνήκων εἰς ἔρανον, ἐρ. δίκη, περὶ ἐράνου, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 74. 15 (ἔκδ. Blass), Πολυδ. Η΄, 37· νόμος ἐρ. αὐτόθι· ἐρ. λόγος, λόγος τις (τοῦ Δεινάρχου) περὶ ἐράνου, Διονυσίου Ἁλ. Δείναρχ. 12· ἀκροάσεις ἐρανικαὶ ἀκροάσεις δι’ ἐράνου, διδασκαλία ἐπὶ μισθῷ, Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 212C.