ἐννεάβοιος
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
English (LSJ)
[ᾰ], ον, worth nine beeves, Il.6.236, Eleg.Alex.Adesp.1.3:—but also glossed by ἐννάβυρσος, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
que tiene el valor de nueve reses bovinas τεύχ' ἄμειβε ... ἑκατόμβοι' ἐννεαβοίων cambió armas del valor de cien reses por unas que valían nueve, Il.6.236, cf. Call.SHell.276.3, Max.Tyr.39.5, Hsch.
German (Pape)
[Seite 846] neun Stiere wert, Il. 6, 236.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
du prix de neuf bœufs.
Étymologie: ἐννέα, βοῦς.
Russian (Dvoretsky)
ἐννεάβοιος: стоящий девять быков Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννεάβοιος: -ον, ἔχων ἀξία ἐννέα βοῶν, Ἰλ. Ζ. 236.
English (Autenrieth)
worth nine cattle, Il. 6.236†.
Greek Monolingual
ἐννεάβοιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει αξία εννέα βοδιών
2. (στον Ησύχ., γλώσσα, του ενν(ε)άβυρσος) που έχει έκταση εννέα δερμάτων βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + -βοιος < βους (πρβλ. αλφεσίβιοις, εικοσσάβοιος κ.ά.)].
Greek Monotonic
ἐννεάβοιος: -ον (βοῦς), αυτός που έχει αξία ίση με εννιά βόδια, σε Ομήρ. Ιλ.