συναβολέω
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
aor. συνηβόλησα, meet, ἀλλήλοις Babr.61.3.
French (Bailly abrégé)
συναβολῶ :
se rencontrer avec.
Étymologie: σύν, ἀβολέω.
Russian (Dvoretsky)
συνᾰβολέω: встречаться (τινι Babr.).