ψευδοποιέω
English (LSJ)
A misrepresent, τὰ εὐεργετήματα.. τῶν ἄλλων ἐπειρᾶτο ψευδοποιεῖν καὶ ταπεινοῦν Plb.30.4.13.
II give the lie to, expose as false, τὰς ἀποφάσεις τῶν ποιητῶν Id.12.25.4, cf. 12.25c.3, S.E.M.24; followed by acc. et inf., stigmatize as false the doctrine that... Phld.Rh.2.87S.
III Pass., to be deceived or mistaken, err, αἴσθησις -εῖται Placit.4.9.5.
German (Pape)
[Seite 1395] 1) erlügen, erdichten, Plut. u. a. Sp. – 2) durch Lügen entstellen, verkehren, Clem. Al. – 3) zum Lügner machen, dah. Lügen strafen, der Lüge überführen, für eine Lüge ausgeben, Pol. 12, 25, 4. 30, 4,13. – 4) pass. sich täuschen, irren, Plut.
French (Bailly abrégé)
ψευδοποιῶ :
tromper ou séduire par des mensonges ; Pass. être déçu ou trompé.
Étymologie: ψεῦδος, ποιέω.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδοποιέω: κάμνω τι ψευδὲς, νοθεύω, Πολύβ. 30. 4, 13. ΙΙ. ἐκθέτω τι ὡς ψευδὲς, τὰς ἀποφάσεις τινὸς ὁ αὐτ. 12. 25, 4, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 24. ΙΙΙ. ἐξαπατῶ, πλανῶ, τινα Κλήμ. Ἀλεξ. 269. - Παθ., ἐξαπατῶμαι, πλανῶμαι, Πλούτ. 2. 899F.
Russian (Dvoretsky)
ψευδοποιέω:
1 искажать ложью, извращать (τὰ εὐεργετήματά τινος Polyb.);
2 объявлять ложью (τὰς ἀποφάσεις τινός Sext.; τὰς ἀλλήλων δόξας Sext.);
3 обманывать, вводить в заблуждение: ἡ αἴσθησις ψευδοποιεῖται Plut. чувство впадает в ошибку.