προϋφαιρέω
ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
English (LSJ)
snatch, π. τὰς ἐκκλησίας, i.e. have them held before the proper time, Aeschin.2.61.
German (Pape)
[Seite 795] (s. αἱρέω), vorher (darunter) wegnehmen, τὰς ἐκκλησίας πρὶν ἐπιδημῆσαι τοὺς πρέσβεις, Aesch. 2, 61.
French (Bailly abrégé)
προϋφαιρῶ :
enlever secrètement auparavant.
Étymologie: πρό, ὑφαιρέω.
Russian (Dvoretsky)
προϋφαιρέω: досл. тайком похищать, перен. предвосхищать, преждевременно созывать (τὰς ἐκκλησίας Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
προϋφαιρέω: προϋποκλέπτω, πρ. τὴν ἐκκλησάιν, δηλ. συγκροτῶ συνέλευσιν αὐτῆς πρὸ τοῦ ὡρισμένου χρόνου, Αἰσχίν. 36 5.
Greek Monotonic
προϋφαιρέω: μέλ. -ήσω, αφαιρώ από πριν κρυφά, πρ. τὴν ἐκκλησίαν, δηλ. συγκροτώ συνέλευση (χωρίς ανακοίνωση) πριν από τον καθορισμένο χρόνο, σε Αισχίν.