προϋφαιρέω

From LSJ
Revision as of 18:40, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προϋφαιρέω Medium diacritics: προϋφαιρέω Low diacritics: προϋφαιρέω Capitals: ΠΡΟΫΦΑΙΡΕΩ
Transliteration A: proüphairéō Transliteration B: prouphaireō Transliteration C: proyfaireo Beta Code: prou+faire/w

English (LSJ)

snatch, π. τὰς ἐκκλησίας, i.e. have them held before the proper time, Aeschin.2.61.

German (Pape)

[Seite 795] (s. αἱρέω), vorher (darunter) wegnehmen, τὰς ἐκκλησίας πρὶν ἐπιδημῆσαι τοὺς πρέσβεις, Aesch. 2, 61.

French (Bailly abrégé)

προϋφαιρῶ :
enlever secrètement auparavant.
Étymologie: πρό, ὑφαιρέω.

Russian (Dvoretsky)

προϋφαιρέω: досл. тайком похищать, перен. предвосхищать, преждевременно созывать (τὰς ἐκκλησίας Aeschin.).

Greek (Liddell-Scott)

προϋφαιρέω: προϋποκλέπτω, πρ. τὴν ἐκκλησάιν, δηλ. συγκροτῶ συνέλευσιν αὐτῆς πρὸ τοῦ ὡρισμένου χρόνου, Αἰσχίν. 36 5.

Greek Monotonic

προϋφαιρέω: μέλ. -ήσω, αφαιρώ από πριν κρυφά, πρ. τὴν ἐκκλησίαν, δηλ. συγκροτώ συνέλευση (χωρίς ανακοίνωση) πριν από τον καθορισμένο χρόνο, σε Αισχίν.