ἀποσποδέω

From LSJ
Revision as of 18:50, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσποδέω Medium diacritics: ἀποσποδέω Low diacritics: αποσποδέω Capitals: ΑΠΟΣΠΟΔΕΩ
Transliteration A: apospodéō Transliteration B: apospodeō Transliteration C: apospodeo Beta Code: a)pospode/w

English (LSJ)

A wear quite off, τοὺς ὄνυχας walk one's toes off, Ar. Av.8:—Pass., = ἀπερρίφθαι, ἀποθανεῖν, Hsch.
II ἀπεσποδηκότων· φλεγομένων ἐν τῇ τέφρᾳ, Id. (-ικώτων cod.).

French (Bailly abrégé)

ἀποσποδῶ :
user, épuiser.
Étymologie: ἀπό, σποδέω.

German (Pape)

abreiben, ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας, sich die Nägel ablaufen, Ar. Av. 8, Schol. ἀφανίσαι. – Bei Hesych. wird ἀπεσποδῆσθαι durch ἁπερρῖφθαι, ἀποθανεῖν erklärt.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσποδέω: стирать до основания (τοὺς ὄνυχας Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσποδέω: ἀφανίζω, καταστρέφω τι ἐκ τῆς πολλῆς χρήσεως, ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας τῶν δακτύλων, ν᾿ ἀφανίσω τοὺς ὄνυχας τῶν δακτύλων μου, Ἀριστοφ. Ὄρν. 8.

Greek Monotonic

ἀποσποδέω: μέλ. -ήσω, φθείρω κάτι εντελώς, το καταστρέφω μέσω της χρήσης· ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας, καταστρέφω φθείροντας τα δάχτυλα των ποδιών μου, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

to wear quite off, ἀπ. τοὺς ὄνυχας to walk one's toes off, Ar.