ἐρίδματος
English (LSJ)
ἐρίδματον, (δέμω) strongly-built, i.e. immovable, unconquerable, ἔρις ἐ. A.Ag.1461(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1028] sehr bändigend, ἔρις, Aesch. Ag. 1440, l. d.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dor.
établi solidement, inexpugnable.
Étymologie: ἐρι-, δέμω.
Russian (Dvoretsky)
ἐρίδμᾱτος: дор. = ἐρίδμητος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίδμᾱτος: -ον, (δέμω), ἰσχυρῶς ἐκτισμένος, δηλ. ἀκίνητος, ἀκατάβλητος, ἔρις ἐρ. (πρβλ. θεόδμητος, εὔδμητος) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1461: - ὁ Ἕρμαννος ἀναφέρει τὴν λέξ. εἰς τὸ δαμάω, ἐρίδματος ἀνδρὸς ὀϊζὺς Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., λίαν δαμάζουσα, καταβάλλουσα τὸν ἄνδρα.
Greek Monolingual
ἐρίδματος, -ον (Α)
1. ο ισχυρά, στερεά κτισμένος
2. ο ακατάβλητος («ἔρις ἐρίδματος» — η ακατάβλητη έριδα ή, κατά διαφορετική ερμηνεία, η έριδα που καταβάλλει πάρα πολύ, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -δματος (δέμ-ω)].
Greek Monotonic
ἐρίδμᾱτος: -ον (δέμω), αυτός που είναι κτισμένος πολύ γερά, δηλ. ανίκητος, ακατάβλητος, ή (από το δαμάω) καθυποταγμένος.
Middle Liddell
ἐρί-δμᾱτος, ον δέμω
strongly-built, i. e. unconquerable, or (from δαμάὠ all-subduing.