κροκώδης
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
English (LSJ)
κροκῶδες,
A saffron-coloured, Dsc.1.27, Aret.SD1.15; containing saffron, Id.CA2.2; κολλύριον Gal.12.715, cf. CIL13.10021.66.
II like the κρόκη or thread of the woof, Pl.Plt. 309b.
German (Pape)
1 ες, (κρόκος), saffranartig, saffranfarbig, Diosc. und andere Spätere
2 ες, κρόκη), von der Art des Einschlags beim Gewebe, διάνημα, Plat. Polit. 309b.
Russian (Dvoretsky)
κροκώδης: похожий на уток (διάνημα Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κροκώδης -ες [κρόκη] als de inslag bij het weven.
Greek (Liddell-Scott)
κροκώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κρόκον, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ κρόκου, Διοσκ. 1. 26. ΙΙ. ὅμοιος πρὸς τὴν κρόκην, δηλ. τὸ «ὑφάδι», Πλάτ. Πολιτικ. 309B.
Greek Monolingual
(I)
κροκώδης, -ῶδες (AM) κρόκος
αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου
αρχ.
1. αυτός που περιέχει κρόκο
2. είδος κολλυρίου.
(II)
κροκώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που μοιάζει με κρόκη, με υφάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη (Ι) «κλωστή»].