ἀπελευθερόω
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
emancipate a slave, Pl.Lg.915asq., POxy.722.18 (i A.D.):—Pass., Pl.Lg.915b; αἱρεῖται ἐπίτροπον ὁ ἀπελευθερούμενος Arist.Rh.1408b25.
Spanish (DGE)
• Morfología: [tes. perf. inf. pas. ἀπειλευθερούσθειν IG 9(2).553.1, 4 (Larisa)]
emancipar, manumitir, ἐάν τις μὴ θεραπεύῃ τοὺς ἀπελευθερώσαντας Pl.Lg.915a, cf. 855b, PVarsov.10.1.4, 2.9 (II d.C.)
•en v. pas. τίνα αἱρεῖται ἐπίτροπον ὁ ἀπελευθερούμενος; Arist.Rh.1408b25, ὅτι οὐκ ἀπηλευθερώθη LXX Le.19.20, cf. IG ll.cc., POxy.722.18 (I d.C.), Ph.2.568, BGU 96.13 (III d.C.), PGnom.19, 20, IG 9(2).1044a.5 (I d.C.).
German (Pape)
[Seite 286] freilassen, in Freiheit setzen, Plat. Legg. 915 a u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ἀπελευθερῶ :
affranchir.
Étymologie: ἀπελεύθερος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπελευθερόω: отпускать на волю Plat., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπελευθερόω: ἀποδίδω τὴν ἐλευθερίαν εἰς δοῦλον, Πλάτ. Νόμ. 915Α κέξ.: - Παθ., αὐτόθι Β· ὁ ἀπελευθερούμενος αἱρεῖται ἐπίτροπον Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 1.
Greek Monotonic
ἀπελευθερόω: μέλ. -ώσω, χειραφετώ δούλο, τον απελευθερώνω από τη δουλεία, σε Πλάτ.
Greek Monolingual
(AM ἀπελευθερῶ, ἀπελευθερόω)
αποδίδω την ελευθερία σε δούλο
νεοελλ.
1. αποδίδω την ελευθερία σε σκλαβωμένους λαούς, ξεσκλαβώνω
2. απαλλάσσω κάποιον από τα δεσμά, τον αποφυλακίζω
3. μτφ. απαλλάσσω κάποιον από κάτι, απολυτρώνω.
Middle Liddell
(from ἀπελεύθερος) to emancipate a slave, Plat.