τριακόντορος
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
(sc. ναῦς), ἡ, thirty-oared ship, Th.4.9, X.An.5.1.16, etc.; so written in IG22.1629.121,335 (iv B. C.); but τριακόντερος ib.12.23.4 (restd.), 22.1649.6 (iv B. C.), τριηκόντορος Hdt.4.148, 7.97: cf. πεντηκόντορος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à trente rangs de rames.
Étymologie: τριάκοντα, ἄρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριᾱκόντορος -ου, ἡ, Ion. τριηκόντερος [τριάκοντα] triakontor (schip met dertig roeibanken).
German (Pape)
[ᾱκ], = τριακοντήρης; Thuc. 4.9; Plat. Ep. VII.350b; Dem. und A.; Her. braucht dafür die ionische Form τριηκόντερος, 4.148, 7.97, 8.21.
Russian (Dvoretsky)
τριᾱκόντορος: ион. τριηκόντερος ἡ (sc. ναῦς) тридцативесельный корабль er., Thuc., Xen., Plat., Dem. etc.
Greek Monolingual
και τριακόντερος και ιων. τ. τριηκόντορος, ἡ, Α
πολεμικό πλοίο το οποίο μετακινούνταν με τριάντα κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + -ορος / -ερος (<ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. πεντηκόντ-ορος / -ερος].
Greek Monotonic
τριᾱκόντορος: (ενν. ναῦς), ἡ, πλοίο που έχει τριάντα κουπιά, σε Θουκ., Ξεν.· στον Ηρόδ. συναντάται ως τριηκόντερος.
Greek (Liddell-Scott)
τριᾱκόντορος: (ἐξυπακουομ. ναῦς), ἡ, πλοῖον ἔχον τριάκοντα κώπας, Θουκ. 4. 9, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 1, 16, κλπ.· παρ’ Ἡροδ. φέρεται τριηκόντερος, 4. 148., 7. 97, πρβλ. πεντηκόντορος.
Middle Liddell
(sc. ναῦσ), a thirty-oared ship, Thuc., Xen.; in Hdt. written τριηκόντερος.,