ἀφεσμός
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ὁ, swarm of bees, Arist.HA629a9.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ enjambre ἀ. ..., ὥσπερ τῶν μελιττῶν, οὐ γίνεται ... ἀλλ' ἀεὶ ... αὐτοῦ μένουσι Arist.HA 629a9, ἐὰν ἀποπλανηθῇ ὁ ἀ. Arist.HA 624a28.
German (Pape)
[Seite 409] ὁ, Bjenenschwarm, Arist. H. A. 9, 40.
Russian (Dvoretsky)
ἀφεσμός: ὁ молодой (пчелиный) рой Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφεσμός: ὁ, νεαρὸν σμῆνος μελισσῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 42, 3.
Greek Monolingual
ἀφεσμός, ο (Α)
το νέο σμήνος μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + εσμός «σμήνος μελισσών», με επίδραση της λ. άφεσις].
Translations
beeswarm
Afrikaans: byeswerm; English: beeswarm, swarm of bees; Dutch: imme, bijenzwerm, bijendrom; French: essaim d'abeilles; Greek: μελισσολόι, μελισσοσμήνος, μελισσοσμάρι, σμήνος μελισσών, σμάρι μελισσών, μελίσσι; Ancient Greek: ἄφεσις, ἀφεσμός, ἔθνος μελισσάων, ἑσμός, σμᾶνος, σμῆνος, φῦλα μελισσέων; German: Bienenschwarm, Imme; Spanish: enjambre