Πικηνοί
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
French (Bailly abrégé)
ῶν (οἱ) :
les habitants du Picenum.
Étym. lat. Picenum.
Greek Monolingual
οι, Ν
λαός που κατοικούσε στην αδριατική ακτή της Ιταλίας από την πρώιμη εποχή του σιδήρου.
Russian (Dvoretsky)
Πικηνοί: οἱ (лат. Picentes и Picentini) жители Пицена Plut.