λαγέτας
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
α, ὁ, (λαός, ἁγέομαι) Dor. leader of the people, Pi.O.1.89, P.4.107, S.Fr.221.12, Hsch. (-έτης).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef du peuple.
Étymologie: λαός, ἄγω.
English (Slater)
λᾱγέτας leader of the people ἔτεκε λαγέτας ἓξ ἀρεταῖσι μεμαότας υἱούς (O. 1.89) λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται ὁ μέγας πότμος (P. 3.85) “λαγέτᾳ Αἰόλῳ” (P. 4.107) Περσεὺς λαγέτας (P. 10.31)