ὀρθόφρων

From LSJ
Revision as of 09:59, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόφρων Medium diacritics: ὀρθόφρων Low diacritics: ορθόφρων Capitals: ΟΡΘΟΦΡΩΝ
Transliteration A: orthóphrōn Transliteration B: orthophrōn Transliteration C: orthofron Beta Code: o)rqo/frwn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, of excited mind, S.Fr.1077.

German (Pape)

[Seite 376] mit gradem Sinne oder gespannter Seele, Soph. frg. 923, Phot. erkl. ἀνατεταμένος καὶ μετέωρος ταῖς φρεσίν.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθόφρων: 2, gen. ονος с напряжением ожидающий, полный нетерпения Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόφρων: ὁ, ἡ, «ἀνατεταμένος καὶ μετέωρος ταῖς φρεσίν· οὕτως Σοφοκλῆς» (Φώτ.), Λατ. erectus animo, Σοφ. Ἀποσπ. 923. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀνατεταμένας φρένας ἔχων, ἢ ὀρθάς. μετέωρος».

Greek Monolingual

-ον (ΑΜ ὀρθόφρων, -ον)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που σκέπτεται λογικά, συνετός, σώφρων
μσν.
ορθόδοξος
αρχ.
(κατά τον Φώτ.) «ἀνατεταμένος καὶ μετέωρος ταῖς φρεσίν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].