ἐρρηνοβοσκός
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
ἐρρηνοβοσκόν, = προβατοβοσκός, S.Fr.655.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρρηνοβοσκός: -όν, = προβατοβοσκός, Σοφ. Ἀποσπ. 589.
Greek Monolingual
ἐρρηνοβοσκός και ἀρρηνοβοσκός, -όν (Α)
βοσκός προβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρρηνο (< άρσην «αρσενικός» από το οποίο παράγεται το αρνειός) + βοσκός. Η αρχική σημασία θα πρέπει επομένως να ήταν «βοσκός αρσενικών προβάτων, κριών»].
German (Pape)
ὁ, = προβατοβοσκός, Soph. frg. 589, wird wohl richtiger ἀρρηνοβοσκός geschrieben; vgl. EM. und oben ἔρραος.