διαταμιεύω
From LSJ
English (LSJ)
manage, dispense, Pl.Lg.805e:—Med., store, husband, Id.Criti.111d.
Spanish (DGE)
1 administrar παρέδομεν ταῖς γυναιξὶν διαταμιεύειν τε καὶ κερκίδων ἄρχειν Pl.Lg.805e, en v.med. mismo sent. πράττω διαταμιευόμενος καὶ κελεύων φείδεσθαι τοὺς οἰκέτας Lib.Ep.50.
2 sólo en v. med. almacenar (τὸ ὕδωρ) dicho de la tierra, Pl.Criti.111d.
German (Pape)
[Seite 605] verwalten, χρήματα Plat. Legg. VII, 805 e. – Auch med., Plat. Critia. 111 d.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-ταμιεύω, ook med., beheren.
Russian (Dvoretsky)
διατᾰμιεύω:
1 распоряжаться, заведовать (πάντα χρήματα παρέδομεν ταῖς γυναιξὶ διαταμιεύειν Plat.);
2 med. хранить в запасе (τι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
διαταμιεύω: φυλάττω ἐν ταμείῳ, οἰκονομῶ, Πλάτ. Νόμ. 805Ε· καὶ ἐν τῷ μέσ., ὁ αὐτ. Κριτί. 111D.
Greek Monolingual
διαταμιεύω (Α)
1. φυλάγω στο ταμείο και διαχειρίζομαι
2. (-ομαι) αποταμιεύω.