διαταμιεύω

From LSJ
Revision as of 13:10, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατᾰμιεύω Medium diacritics: διαταμιεύω Low diacritics: διαταμιεύω Capitals: ΔΙΑΤΑΜΙΕΥΩ
Transliteration A: diatamieúō Transliteration B: diatamieuō Transliteration C: diatamieyo Beta Code: diatamieu/w

English (LSJ)

manage, dispense, Pl.Lg.805e:—Med., store, husband, Id.Criti.111d.

Spanish (DGE)

1 administrar παρέδομεν ταῖς γυναιξὶν διαταμιεύειν τε καὶ κερκίδων ἄρχειν Pl.Lg.805e, en v.med. mismo sent. πράττω διαταμιευόμενος καὶ κελεύων φείδεσθαι τοὺς οἰκέτας Lib.Ep.50.
2 sólo en v. med. almacenar (τὸ ὕδωρ) dicho de la tierra, Pl.Criti.111d.

German (Pape)

[Seite 605] verwalten, χρήματα Plat. Legg. VII, 805 e. – Auch med., Plat. Critia. 111 d.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-ταμιεύω, ook med., beheren.

Russian (Dvoretsky)

διατᾰμιεύω:
1 распоряжаться, заведовать (πάντα χρήματα παρέδομεν ταῖς γυναιξὶ διαταμιεύειν Plat.);
2 med. хранить в запасе (τι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

διαταμιεύω: φυλάττω ἐν ταμείῳ, οἰκονομῶ, Πλάτ. Νόμ. 805Ε· καὶ ἐν τῷ μέσ., ὁ αὐτ. Κριτί. 111D.

Greek Monolingual

διαταμιεύω (Α)
1. φυλάγω στο ταμείο και διαχειρίζομαι
2. (-ομαι) αποταμιεύω.