μετάπτωσις

From LSJ
Revision as of 13:10, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάπτωσις Medium diacritics: μετάπτωσις Low diacritics: μετάπτωσις Capitals: ΜΕΤΑΠΤΩΣΙΣ
Transliteration A: metáptōsis Transliteration B: metaptōsis Transliteration C: metaptosis Beta Code: meta/ptwsis

English (LSJ)

μεταπτώσεως, ἡ,
A change, Pl.Lg.895b, etc.; τῶν πραγμάτων Arist.MM1207b12; τὸ κατὰ μετάπτωσιν ἐνόχλημα Epicur.Fr.154; ὁ βίος ἀδήλους τὰς μεταπτώσεις ἔχει Men.Mon.581; εἰς ἄλληλα Str.17.1.36: pl., OGI335.128 (Pergam.); μεταπτώσεις λημμάτων, μεταπτώσεις λόγων, Arr.Epict.1.7.20, 3.2.17; εἰ… εἰς μετάπτωσιν ἔσται ὁ ἀγρός if it shall be transferred, CIG3702 (Mysia); ἡ ἐκ τύχης ἄνω καὶ κάτω μ. Ael.VH2.29.
II change of party, πρός τινας Plb.3.99.3; change of opinion, τοῦ πλήθους Phld.Rh. 2.17 S. (pl.).
III Gramm., inflection, μετάπτωσις εἰς ἀριθμόν, πτῶσιν, A.D. Adv.181.2: generally, change, μετάπτωσις τοῦ ο εἰς τὸ ᾱ Tryphoib.174.4; ἐκ μεταπτώσεως A.D.Synt.50.20.

German (Pape)

[Seite 153] ἡ, das Umfallen, Andersfallen, die Veränderung; μηδεμιᾶς γε ἐν αὐτοῖς οὔσης ἔμπροσθεν μεταπτώσεως, Plat. Legg. X, 895 b; bes. seines Platzes, dah. ἡ πρὸς Ῥωμαίους μετάπτωσις, der Abfall, das Übergehen zu den Römern, Pol. 3, 99, 3; Sp., wie Plut. aer. al. vit. 7, neben μεταγραφὴ δανείων.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
changement, renversement.
Étymologie: μεταπίπτω.

Russian (Dvoretsky)

μετάπτωσις: εως ἡ
1 перемена, изменение (ἔν τινι Plat.); смена (ὁρμῶν Plut.);
2 превратность (sc. τοῦ βίου Men.);
3 переход (ἡ πρὸς Ῥωμαίους μ. Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

μετάπτωσις: ἡ, μεταβολή, τροπή, Πλάτ. Νόμ. 895Β, κτλ.· ὁ βίος ἀδήλους τὰς μ. ἔχει Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 581· εἰ... εἰς μ. ἔσται ὁ ἀγρός, ἂν μετενεχθῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 3702· ἡ ἐκ τύχης ἄνω καὶ κάτω μ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 29. ΙΙ. μετάβασις πρὸς τὸ μέρος τινός, τὴν ἐσομένην... μετάπτωσιν πρὸς αὐτοὺς τῶν Ἰβήρων Πολύβ. 3, 99, 3.

Greek Monotonic

μετάπτωσις: ἡ, αλλαγή, μεταβολή, σε Πλάτ.· αλλαγή πολιτικής παράταξης, σε Πολύβ.

Middle Liddell

μετάπτωσις, ιος, ἡ,
change, Plat.: change of party, Polyb.

Translations

instability

Asturian: inestabilidá; Azerbaijani: sabitsizlik; Bulgarian: нестабилност; Catalan: inestabilitat; Chinese Mandarin: 不穩定/不稳定, 不穩定性/不稳定性, 不穩固/不稳固, 不穩固性/不稳固性; Dutch: instabiliteit; Finnish: epävakaus; French: instabilité; Galician: inestabilidade; German: Instabilität; Ancient Greek: ἀβεβαιότης, ἀβεβαίωσις, ἀκαταστασία, ἀκρισία, ἀστάθεια, ἀστασία, ἐπισφάλεια, μετάπτωσις, ῥύσις, τὸ ἀβέβαιον, τὸ ἀνέρειστον, τὸ ἀνίδρυτον, τὸ ἀστάθμητον, τὸ εὐμετάπτωτον, τὸ παλίμβολον, τὸ τρεπτόν; Irish: éagobhsaíocht; Italian: instabilità, dissesto; Latin: instabilitas; Malay: ketidakstabilan; Norwegian Bokmål: ustabilitet; Nynorsk: ustabilitet; Persian: ناپایداری‎; Polish: niestabilność; Portuguese: instabilidade; Russian: нестабильность, неустойчивость, непрочность, непостоянство, зыбкость, неуравновешенность; Spanish: inestabilidad; Tajik: нопойдорӣ; Ukrainian: нестабі́льність, несті́йкість