μεγαλόνοια
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
ἡ,
A magnanimity, Pl.Lg.935b, J.BJ1.21.12, Plu.2.401d, Luc.Apol.9, Ael.NA15.22.
II elevation of thought, Luc.Pisc.22, Simp. in Ph. 1147.5.
III as honorific title, ἡ ὑμετέρα μ. PFlor.303.7 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 106] ἡ, großer Verstand, Plat Legg. XI, 935 b u. Sp., wie Luc. Pisc. 22; Großherzigkeit, Ael. N. A. 15, 22.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 grande intelligence, esprit sublime, génie;
2 magnanimité.
Étymologie: μεγαλόνοος.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλόνοια: ἡ высокий ум или величие мысли Plat., Plut., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόνοια: ἡ, μέγας νοῦς, μεγαλοφυΐα, Πλάτ. Νόμ. 935Β, Πλούτ. 2. 401D, Λουκ. Ἁλιεῖς 22. ΙΙ. μεγαλοψυχία, Αἰλ. π. Ζ. 15. 22.
Greek Monolingual
η (ΑM μεγαλόνοια) μεγαλόνους
1. εξαιρετική πνευματική κατάσταση, μεγαλοφυΐα
2. ανωτερότητα σκέψης
αρχ.
μεγαλοψυχία.
Greek Monotonic
μεγᾰλόνοια: ἡ, μεγάλη διανοητική δύναμη, ευφυΐα, σε Πλάτ., Λουκ.
Middle Liddell
μεγᾰλόνοια, ἡ,
greatness of intellect, Plat., Luc. [from μεγᾰλόνους]