ἀνάργυρος
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
ἀνάργυρον,
A without silver: without money, Lys.Fr.35, Pl.Lg.679b.
II not bought with silver: incorruptible, Poll.6.191.
Spanish (DGE)
(ἀνάργῠρος) -ον
I 1que no tiene dinero Lys.Fr.25, Pl.Lg.679b, ἄχρυσος καὶ ἀνάργυρος D.C.47.17.3.
2 que no cobra dinero de los médicos San Cosme y San Damián AP 1.11 (Anon.), Rom.Mel.69.αʹ.11, 72.ηʹ.52, fig. οὐδὲ ἀνάργυρον αἰτήσομεν Ἀφροδίτην no vamos a pedirle una Afrodita gratuita Aristaenet.1.4.29.
II insobornable Poll.6.191.
German (Pape)
[Seite 205] ohne Silber, Plat. Legg. III, 679 b; ohne Geld, unbestechlich, Poll. 6, 191.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάργῠρος: не имеющий (серебряных) денег, неимущий Lys., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάργυρος: -ου, ὁ, anagyris foetida, φυτὸν δυσῶδες καὶ ἐμετικὸν (βρωμοξυλειά), Ἀριστοφ. Λυσ. 68· ὡσαύτως ἀνάγυρις, ιος, ἡ, «βαρύοσμος ἰσχυρῶς· ἄνθος κράμβῃ ἐοικός· καρπὸς ἐν κερατίοις μικροῖς, τὸ σχῆμα νεφρῶν· ποικίλος, στερεός .. ὁ δὲ καρπὸς ἐσθιόμενος ἔμετον συντόνως ποιεῖ» Διοσκ. 3. 157 (167): παροιμ., κινεῖν τὸν ἀν. «ἐπὶ τῶν ἐπισπωμένων ἐαυτοῖς κακά» Σουΐδ., Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ Σχόλ. - ἐξ αὐτοῦ ὁ ἐν Ἀττικῆ δῆμος Ἀναγυροῦς ἔλαβε τὸ ἑαυτοῦ ὄνομα διὰ τὸ αὐτόθι φυόμενον δυσῶδες φυτόν, πρβλ. (Ραμνοῦς, κτλ.), Ἀναγυρουντόθεν, = ἐξ Ἀναγυροῦντος, Ἀριστοφ. Λυσ. 67· - ἐπίθ. Ἀναγυράσιος, ὁ, τοῦ δήμου Ἀναγυροῦντος, Πλάτ. κτλ. [ῡ, πιθ.: πρβλ. ὀνόγῡρος]. - Σήμερον τὸ φυτὸν τοῦτο ἔχει διάφορα ὀνόματα κατὰ τόπους, ἀναγῦρι ἢ ἀνδράβανο καὶ ἀκονυζιὰ ἐν Κρήτῃ, ἀγριοφασοῦλι ἐν Κύπρῳ, ἀζόγυρο ἐν Ἀργολίδι, ἀζόγερας ἐν Ζακύνθῳ, βρωμόχορτον ἐν Κυζίκῳ κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνάργυρος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει χρήματα, αχρήματος, απένταρος
2. αυτός που δεν παίρνει χρήματα για τις υπηρεσίες που προσφέρει
νεοελλ.
(για υπηρεσίες) αυτός που παρέχεται χωρίς λήψη χρημάτων, που γίνεται δωρεάν
αρχ.
αυτός που δεν εξαγοράζεται με χρήματα, αδωροδόκητος, αδιάφθορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + άργυρος.
ΠΑΡ. αναργυρία].