Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηλίς

From LSJ
Revision as of 09:13, 24 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλίς Medium diacritics: μηλίς Low diacritics: μηλίς Capitals: ΜΗΛΙΣ
Transliteration A: mēlís Transliteration B: mēlis Transliteration C: milis Beta Code: mhli/s

English (LSJ)

μηλίδος, ἡ
1 (μῆλον B) = μηλέα (apple tree), Ibyc.1; Dor. μᾱλίς Theoc. 8.79.
2 a distemper of asses, prob. glanders, Arist.HA 605a16.
3 yellow pigment, Plu.2.58d; cf. Μηλιάς, Μήλιος II.

German (Pape)

[Seite 172] ίδος, ἡ, = μηλέα, μαλίδες Κυδώνιαι, Quittenbäume, Ibyc. 1. – S. auch μᾶλις.

French (Bailly abrégé)

μηλίδος (ἡ) :
pommier, arbre.
Étymologie: μῆλον².

Russian (Dvoretsky)

1 дор. μᾱλίς, μηλίδος (ῐδ) ἡ яблоня Theocr.
2 μηλίδος ἡ мелида (болезнь у ослов) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μηλίς: μηλίδος, ἡ, (μῆλον Β) = μηλέα, Ἴβυκ. 1· μᾱλίς, Θεόκρ. 8. 79.

Greek Monolingual

μηλίς, -ίδος, ἡ (ΑΜ, Α δωρ. τ. μαλίς)
κίτρινο χρώμα, ώχρα
αρχ.
1. το δέντρο μηλιά
2. φρ. «κυδώνιαι μηλίδες» — οι κυδωνιές
3. ονομασία μιας ασθένειας του όνου, πιθ. η βλέννα («οἱ δὲ ὄνοι νοσοῦσι μάλιστα νόσον μίαν, ἣν καλοῦσι μηλίδα», Αριστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. -ίς (πρβλ. καλαμίς)].

Greek Monotonic

μηλίς: -ίδος, ἡ (μῆλον Β), = μηλέα, Δωρ. μᾱλίς, σε Θεόκρ.