ποτίστρα

Revision as of 07:40, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ,
A watering-place, drinking-trough, Call.Dian.50, D.S.3.17, Str.8.3.31, Al.Ex.2.16, PFlor.50.107 (iii A.D.).
2 conduit or channel, CPR121.1 (pl., iii A.D.), PTeb.374.14 (ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 690] ἡ, die Tränke, Callim. H. Dian. 50; Strab. 8, 3, 31; D. Sic. 3, 17.

Russian (Dvoretsky)

ποτίστρα:водопой Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ποτίστρα: ἡ, μέρος πρὸς πότισμα, σκάφη πρὸς ποτισμὸν ζῴων, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 50, Διόδ. 3. 17, Στράβ. 356· ὡσαύτως ποτιστρίς, ίδος, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 4, 890. Πρβλ. πίστρα.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ποτιστρέα, Α
1. μέρος όπου πίνουν νερό τα ζώα
2. σκάφη για το πότισμα τών ζώων
νεοελλ.
το ποτιστήρι
αρχ.
1. σωλήνωση για τη μεταφορά νερού σε οικία
2. εγκατάσταση για την άρδευση τών αγρών, υδραγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτίζω + επίθημα -τρα (πρβλ. κρεμάστρα)].