πριονωτός

From LSJ
Revision as of 07:40, 10 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theil" to "Teil")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρῑονωτός Medium diacritics: πριονωτός Low diacritics: πριονωτός Capitals: ΠΡΙΟΝΩΤΟΣ
Transliteration A: prionōtós Transliteration B: prionōtos Transliteration C: prionotos Beta Code: prionwto/s

English (LSJ)

πριονωτή, πριονωτόν, (as if from πριονόω) made like a saw, jagged, serrated, στόμια Ar.Fr.58; [τοῦ κρανίου] τὸ π. μέρος ῥαφὴ [καλεῖται] Arist.HA516a15; π. δράκοντες with serrated crests, Philostr.VA3.7; π. τῇ λοφίᾳ Philostr.Jun.Im. 4; ἡ π. τειχοποιία, of a warlike engine, Ph.Bel.83.8.

German (Pape)

[Seite 702] wie eine Säge gestaltet; τοῦ κρανίου τὸ πριονωτὸν μέρος, der mit sägenförmigen Näthen zusammengefügte Teil des Schädels, Arist. H. A. 3, 7 u. Sp. Bei Philostr. heißen πριονωτοί Schlangen mit sägenförmigem Kamme oder Rückenschuppen, vit. Apoll. 3, 2, weswegen man das Wort auch πριόνωτος geschrieben u. aus πρίων u. νῶτος hat ableiten wollen, vgl. Jac. Philostr. imagg. p. 263, was nicht richtig scheint. – Ἡ πριονωτή heißt eine Kriegsmaschine, Mathem. vett.

Russian (Dvoretsky)

πρῑονωτός: с зазубренными краями (τὸ τοῦ κρανίου μέρος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πρῑονωτός: ή, όν (οἱονεὶ ἐκ ῥήμ. πριονόω) πεποιημένος ὡς πριόνιον, ὀδοντωτός, στόμια Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 139· τοῦ κρανίου τὸ πρ. μέρος ῥαφὴ καλεῖται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 2· πρ. ὄφεις, ἔχοντες ὀδοντωτά, πριονοειδῆ τὰ νῶτα, Φιλόστρ. 99· πριονωτῇ τῇ λοφιᾷ αὐτόθι 867· ἡ πριονωτὴ τειχοποιία, ἐπὶ πολεμικῆς μηχανῆς, Ἀρχ. Μαθ. 86.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πριονωτός, -ή, -όν, ΝΑ
αυτός που έχει οδοντωτές εγκοπές όπως το πριόνι, οδοντωτός
νεοελλ.
φρ. «πριονωτή τάση»
(ηλεκτρον.) μορφή ηλεκτρικής τάσης, δηλαδή διαφοράς δυναμικού, η οποία λαμβάνεται κατά τις διαδοχικές φορτίσεις και εκφορτίσεις ενός πυκνωτή μέσω μιας ηλεκτρικής αντίστασης, τάση της οποίας η γραφική παράσταση έχει τη μορφή λάμας πριονιού και η οποία χρησιμοποιείται για τη σάρωση της εικόνας στην τηλεόραση, στους καθοδικούς παλμογράφους και άλλες ηλεκτρονικές διατάξεις
αρχ.
φρ. α) «πριονωτὴ τειχοποιΐα» — είδος πολεμικής μηχανής
β) «πριονωτοὶ δράκοντες» — φίδια με οδοντωτή, πριονοειδή ουρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίων, -ονος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντωτός)].