Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χυδαιότης

From LSJ
Revision as of 11:52, 27 May 2024 by Spiros (talk | contribs)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χυδαιότης Medium diacritics: χυδαιότης Low diacritics: χυδαιότης Capitals: ΧΥΔΑΙΟΤΗΣ
Transliteration A: chydaiótēs Transliteration B: chydaiotēs Transliteration C: chydaiotis Beta Code: xudaio/ths

English (LSJ)

χυδαιότητος, ἡ, vulgarity, Jul.Gal.43b, 238b.

German (Pape)

[Seite 1384] ἡ, Gemeinheit, bes. des Ausdrucks, Phot. bibl. cod. 196.

Greek (Liddell-Scott)

χῠδαιότης: χυδαιότητος, ἡ, τρόπος χυδαῖος, «προστυχιά», Φωτ. Βιβλιοθ. σ. 160.

Greek Monolingual

η / χυδαιότης, -ητος, ΝΜΑ χυδαῖος
η ιδιότητα του χυδαίου, προστυχιά, απρέπεια (α. «δεν μπορώ να ανεχθώ τη χυδαιότητα του χαρακτήρα του» β. «τῆς παρ' ἡμῖν ῥᾳθυμίας καὶ χυδαιότητος», Iουλ.)
νεοελλ.
χυδαία φράση ή ενέργεια («η χθεσινή χυδαιότητά του ξεπέρασε κάθε προηγούμενο»)
μσν.
1. σύγχυση, έλλειψη τάξης και πειθαρχίας («μὴ τὸν βίον ἐν χυδαιότητι διατελῶμεν», Ευφρ.)
2. κοινότοπο, τετριμμένο ύφος λόγου («χυδαιότης ῥημάτων», Φώτ.).