ἁφάω
φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find
English (LSJ)
(ἁφή Ep. Verb, to handle, θώρηκα καὶ ἀγκύλα τόξ' ἁφόωντα rubbing and polishing them, Il.6.322; ὠτειλὰς ἁφόωσιν Opp.H.5.329; ἁφόων θησαυρόν AP11.366 (Maced.).
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀφάω Opp.H.5.329, AP 11.366 (Maced.)
• Morfología: [poét. c. diéct. -όω Il.6.322, Opp.l.c., AP l.c.]
1 tocar, palpar, coger τὸν δ' εὗρ' ... ἀγκύλα τόξ' ἁφόωντα lo encontró cogiendo el curvo arco, Il.l.c., ὠτειλὰς ἀφόωσιν Opp.l.c., ἀφόων θησαυρὸν ὀνείρῳ AP l.c., en v. pas. ἁφήσασθαι· ἅψασθαι Hsch.
2 en v. pas. ser contagiado de lepra, Aq.Is.53.4.
• Etimología: Denom. de ἁφή q.u. c. disim. de aspiradas.
German (Pape)
[Seite 408] befühlen, untersuchen, ἀσπίδα καὶ θώρηκα καὶ ἀγκύλα τόξ' ἁφόωντα Il. 6, 322. Vgl. ἀφάσσω.
French (Bailly abrégé)
ἁφῶ :
seul. prés.
toucher, tâter ; explorer, chercher.
Étymologie: ἁφή.
Russian (Dvoretsky)
ἁφάω: Anth. ἀφάω ощупывать, осматривать, испытывать (ἀσπίδα καὶ θώρηκα Hom.; θησαυρόν Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁφάω: (ἁφὴ) καὶ ἅφ-, Ἐπ. ῥῆμα ψαύω, ἅπτομαι, θώρηκα καὶ ἀγκύλα τόξ’ ἁφόωντα, «ψηλαφῶντα, ἢ λαμπρύνοντα» (Σχόλ.), Ἰλ. Ζ. 322· ὠτειλὰς ἀφόωσιν Ὀππ. Ἁλ. 5. 329· ἀφόων θησαυρὸν Ἀνθ. Π. 11. 366. ‒ Πρβλ. ἀμφ-, ἐπαφάω, ἀφάσσω.
English (Autenrieth)
(ἅπτω): only part., ἁφόωντα, busy with handling; τόξα, Il. 6.322†.
Greek Monotonic
ἁφάω: Επικ. μτχ. ἁφόων (ἁφή, ἅπτομαι), ψαύω, τρίβω, γυαλίζω, σε Ομήρ. Ιλ.