τετραγλώχις
English (LSJ)
τετραγλώχινος, ὁ, ἡ, with four angles, square, καὶ σὺ τετραγλώχιν… Μαιάδος Ἑρμᾶ AP 6.334 (Leon.).
French (Bailly abrégé)
τετραγλώχινος (ὁ, ἡ)
à quatre pointes ; quadrangulaire.
Étymologie: τέσσαρες, γλωχίς.
Russian (Dvoretsky)
τετραγλώχῑς: τετραγλώχινος adj. четырехконечный, т. е. четырехгранной формы (Ἑρμῆς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τετραγλώχῑς: τετραγλώχινος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τέσσαρας γωνίας, τετράγωνος, Ἀνθ. Π. 6. 334.
Greek Monolingual
τετραγλώχινος, ό, ἡ, Α
αυτός που έχει τέσσερεις γωνίες, τετράγωνος («καὶ σὺ τετραγλώχιν, μηλοσσόε, Μαιάδος Ἑρμᾱ», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -γλώχις (< γλωχίν «αιχμή, μύτη»), πρβλ. τριγλώχις].
Greek Monotonic
τετραγλώχῑς: τετραγλώχινος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει τέσσερις γωνίες, τετράγωνος, σε Ανθ.
Middle Liddell
τετρα-γλώχῑς, τετραγλώχινος, ὁ, ἡ,
with four angles, square, Anth.
Translations
square
Arabic: مُرَبَّع; Egyptian Arabic: مربع; Asturian: cuadráu; Bulgarian: квадратен; Catalan: quadrat; Czech: čtvercový; Danish: kvadratisk; Dutch: vierkant, vierkante; Esperanto: kvadrata; Farefare: wẽkɔ; Finnish: neliömäinen, neliskulmainen; French: carré; Galician: cadrado; German: quadratisch; Greek: τετράγωνος; Ancient Greek: τετράγωνος, τετραγωνικός, τετραγλώχις; Hungarian: négyszögletes; Icelandic: ferningslaga; Indonesian: kotak, segiempat; Irish: cearnógach; Italian: quadrato; Japanese: 四角い; Kannada: ಚೌಕ; Latin: quadratus, quadrus; Malay: segi empat sama; Norman: cârré; Norwegian Bokmål: kvadratisk, firkantet, firkanta; Nynorsk: kvadratisk, firkanta; Old English: fēowerecge, fēowerecgede, fēowerscȳte, fiþerscȳte; Polish: kwadratowy; Portuguese: quadrado; Romanian: pătrat; Russian: квадратный; Scottish Gaelic: ceàrnagach; Spanish: cuadrado; Swedish: kvadratisk, fyrkantig; Telugu: చతురస్ర; Walloon: cwåré, cwårêye