βάπτω
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
fut. βάψω (ἐμ-) Ar.Pax959: aor.
A ἔβαψα S.Aj.95, etc.:— Med., fut. βάψομαι Ar.Lys.51: aor. ἐβαψάμην Arat.951, AP9.326 (Leon.):—Pass., fut. βᾰφήσομαι LXXLe.11.32, M.Ant.8.51: aor. ἐβάφθην AP6.254 (Myrin.), (ἀπ-) Ar.Fr.416; in Att. generally ἐβάφην [ᾰ] Pl.R.429e, etc.: pf. βέβαμμαι Hdt.7.67, Ar.Pax1176. I trans., dip, ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ χαλκεὺς πέλεκυν . . εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ (so as to temper the red-hot steel) Od.9.392; β. εἰς ὕδωρ Pl.Ti.73e, cf. Emp.100.11; τἄρια θερμῷ Ar.Ec.216; εἰς μέλι, εἰς κηρόν, Arist.HA 605a29, de An.435a2:—Pass., βαπτόμενος σίδηρος iron in process of being tempered, Plu.2.136a; and of coral, become hard, Dsc.5.121 (s. v. l.). b of slaughter in Trag, ἐν σφαγαῖσι βάψασα ξίφος A.Pr. 863; ἔβαψας ἔγχος εὖ πρὸς Ἀργείων στρατῷ; S.Aj.95; φάσγανον εἴσω σαρκὸς ἔβαψεν E.Ph.1578 (lyr.); in later Prose, εἰς τὰ πλευρὰ β. τὴν αἰχμήν D.H.5.15; β. τὸν δάκτυλον ἀπὸ τοῦ αἵματος LXXLe.4.17. c also, dip in poison, ἔβαψεν ἰούς S.Tr.574; χιτῶνα τόνδ' ἔβαψα ib.580. 2 dye, ἔβαψεν . . ξίφος the sword dyed [the robe] red, A.Ch.1011; β. τὰ κάλλη dye the beautiful cloths, Eup.333; β. ἔρια ὥστ' εἶναι ἁλουργά Pl.R.429d; εἵματα βεβαμμένα Hdt.7.67; τρίχας βάπτειν AP11.68 (Lucill.): abs. in Med., dye the hair, Men.363.4, Nicol.Com.1.33; glaze earthen vessels, Ath.11.480e; of gilding and silvering, Ps.-Democr.Alch.p.46 B.: Com., βάπτειν τινὰ βάμμα Σαρδιανικόν dye one in the [red] dye of Sardes, i. e. give him a bloody coxcomb, Ar. Ach.112; but βέβαπται β. Κυζικηνικόν he has been dyed in the dye of Cyzicus, i. e. is an arrant coward, Id.Pax1176 (v. Sch.). 3 draw water by dipping a vessel, ἀνθ' ὕδατος τᾷ κάλπιδι κηρία βάψαι Theoc. 5.127; ἀρύταιναν . . ἐκ μέσου βάψασα τοῦ λέβητος ζέοντος ὕδατος draw water by dipping the bucket, Antiph.25, cf. Thphr.Char.9.8; βάψασα ποντίας ἁλός (sc. τὸ τεῦχος) having dipped it so as to draw water from the sea, E.Hec.610. 4 baptize, Arr.Epict.2.9.20 (Pass.). II intr., ναῦς ἔβαψεν the ship dipped, sank, E.Or.707; β. εἰς ψυχρὸν [αἱ ἐγχέλυς] Arist.HA592a18; εἰ δ' ὁ μὲν (sc. ἠέλιος) ἀνέφελος βάπτοι ῥόου ἑσπερίοιο Arat.858 (ῥόον Sch.): c. acc., νῆα . . βάπτουσαν ἤδη κῦμα κυρτόν dipping into... Babr.71.2:—also Med., ποταμοῖο ἐβάψατο Arat. 951. 2 βάψας (sc. τὴν κώπην) Ar.Fr.225. (Cf. O Norse kuefia 'dip'.)
German (Pape)
[Seite 432] aor. pass. ἐβάφην, 1) eintauchen, untertauchen, πέλεκυν εἰν ὕδατι, um es zu härten, Od. 9, 392; σίδηρος βαπτόμενος, gehärtetes Eisen, Plut. de san. tu. 406; Paus. 2, 3, 3; ἀκίδας βελέων Κύπρις ἔβ. Anacr. 27, 5. Auch sonst ἔν τινι; εἰς ὕδωρ Plat. Tim. 73 e. Bei Tragg. oft übertr., ξίφος ἐν σφαγαῖς Aesch. Ch. 1006; φάσγανον εἴσω σαρκός Eur. Phoen. 1594; ἔγχος πρὸς στρατῷ Soph. Ai. 95; Sp. in Prosa, αἰχμὴν εἰς πλευράς Dion. Hal. 5, 15; – ἰούς, Pfeile in Gift tauchen, Soph. Tr. 571; vgl. Gaetul. 6 (VII, 71). – 2) färben, εἵματα βεβαμμένα Her. 7, 67; ἔρια, χρώματα, Plat. Rep. IV, 429 d u. sonst; βάπτειν τινὰ βάμμα Σαρδιανικόν, s. βάμμα; τρίχας Lucil. 31 (XI, 68), wofür Moer. u. Thom. M. μελαίνεσθαι als att. empfehten; doch s. Men. bei Ath. IV, 166 a; vom Glasiren irdener Gefäße Ath. XI, 480 e. – 3) baden, waschen, Ar. Eccl. 215; so med. βάψομαι Men. Ath. IV, 166 a. – 4) durch Eintauchen füllen, schöpfen, Eur. Hec. 610; Theocr. 5, 127. – Auch, doch selten, intr., ἡ ναῦς ἔβαψεν, das Schiff sank, Eur. Or. 707; ῥόου, in den Strom, Arat. 857.