χάζω
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
A cause to retire; Act. only in Hsch. and in compd. ἀναχάζω (also παραχάζω, προχάζω Hsch.), and in Ep. redupl. aor. κέκᾰδον, fut. κεκᾰδήσω:—force to retire from, bereave or deprive of, τοὺς . . θυμοῦ καὶ ψυχῆς κεκαδών Il.11.334; ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ καὶ ψυχῆς Od.21.153,170. B Med., χάζομαι, Il.5.34, etc.; imper. χάζεο, χάζευ, ib.440, Call.Cer.54: Ep. impf. χάζετο Il.16.736, 3 du. χαζέσθην A.R.3.1320: fut. χάσομαι, Ep. χάσσομαι Il.13.153: aor. 1 ἐχᾰσάμην, Ep. 3sg. χάσσατο ib.193, inf. χάσσασθαι 12.172; part. χασσάμενος 13.148, etc.: κεκάδοντο (for κεχάδοντο) 3pl. of redupl. aor. 2 κεκαδόμην, Il.4.497, 15.574:—give way, draw or shrink back, recoil, freq. in Il. (never in Od.), χάζεο Il.5.440; ὁ δὲ χασσάμενος πελεμίχθη 4.535; οὐδ' ὅ γε πάμπαν χάζετ' 12.407; ἂψ δ' ἑτάρων εἰς ἔθνος ἐχάζετο 3.32, al.; αἰὲν ὀπίσσω χάζοντο 5.702, cf. 18.160, A.R. 1.c., Call. l.c., Nonn.D.48.618. 2 c. gen., draw back or retire from, πυλάων χάσσασθαι Il.12.172; χάζοντο κελεύθου 11.504; χάζεσθε μάχης 15.426; μίνυνθα δὲ χάζετο δουρός 11.539; ὁ δὲ χάσσατ' ὀπίσσω νεκρῶν 13.193, cf. 17.357; less freq. with a Prep., χ. ἐκ βελέων 16.122; χάσσονται ὑπ' ἔγχεος 13.153; οὐδὲ δὴν χάζετο φωτός nor in truth was he (or it, the stone) far from the man, i.e. nearly hit him, 16.736. Poet., and mainly Ep., exc. in the compds. ἀνα-, δια-χάζομαι (qq. vv.).—οὐχ ἅζομαι, οὐχ ἅζεται (not οὐ χάζ-), shd. be written in E.Or.1116, Alc. 326, A.Eu.389.
German (Pape)
[Seite 1324] selten, od. nur im comp. ἀναχάζω, gew. med. χάζομαι, fut. χάσομαι, ep. auch χάσσομαι, aor. ἐχασάμην, ep. χάσσασθαι, u. (κεκαδόμην) κεκάδοντο, Il. 4, 497. 15, 574, – weichen, sich zurückziehen, fliehen; oft in der Il., nie in der Od.; χώρησεν δ' ἄρα τυτθὸν ἐπάλξιος· οὐδ' ὅγε πάμπαν χάζετο, Iliad. 12, 406; χάζεσθαι ἑτάρων εἰς ἔθνος, u. öfter; auch ἂψ χάζομαι, 3, 32. 11, 585. 14, 408 u. sonst; ὀπίσω χάζεσθαι 5, 702. 18, 160; c. gen., οὐκ ἐθέλουσι πυλάων χάσσασθαι, vom Thore weichen, 12, 172; κελεύθου 11, 504. 12, 262; φωτός 16, 736; νεκρῶν 13, 193. 17, 357; μάχης 14, 426; δουρός 11, 539; auch ἐκ βελέων, 16, 122; ὑπ' ἔγχεος 13, 153; sp. D., μηκέτι νῦν χάζεσθε, φίλοι, πάτρηνδε νέεσθαι Ap. Rh. 4, 190. – Bei den att. Dichtern c. inf. = sich scheuen, anstehen, δὶς θανεῖν οὐ χάζομαι Eur. Or. 1114, wie Alc. 336 Heracl. 600, wo aber Elmsl. u. Monk οὐχ ἅζομαι vorziehen, wie der Schol. erkl. οὐκ εὐλαβοῦμαι. – Von der ursprünglich factitiven Bdtg des act. finden sich bei Hom. noch fut. κεκαδήσω u. aor. κέκαδον, machen, daß Einer von Etwas weicht, berauben, πολλοὺς τόδε τόξον κεκαδήσει θυμοῦ καὶ ψυχῆς Od. 21, 153. 170, wird sie des Lebens berauben, wie θυμοῦ καὶ ψυχῆς κεκαδών Il. 11, 334, wo Eust. erkl. ὑποχωρῆσαι ποιήσας, Hesych. στερήσας. Andere ziehen diese Form zu κήδω, wie das unter diesem Worte angeführte κεκαδήσομαι, u. erkl., wie Passow, um das Leben betrüben, d. i. berauben, weil ja das Leben das Liebste ist. – In Bezug auf die Prosa siehe die compp. ἀναχ., διαχ.