σαθρός
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
ά, όν,
A unsound, σκυτέες τὰ σ. ὑγιέα ποιέουσι Hp.Vict.1.15; of diseased or unsound parts of the frame, τὰ σ. ὑπὸ τῶν ἰητρῶν ὑγιαίνονται ibid.; γάλλοι καὶ σ. impotent, PGnom.244 (ii A.D.). 2 of a vessel, cracked, opp. ὑγιής, εἴ πῄ τι σαθρὸν ἔχει, πᾶν περικρούωμεν Pl.Phlb.55c; εἴτε ὑγιὲς εἴτε σ. φθέγγεται Id.Tht.179d; ἀγγεῖα τετρημένα καὶ σ. Id.Grg.493e; πίθοι σαθροί prob. in IG12.326.7; [φωναὶ] σαθραὶ καὶ παρερρυηκυῖαι Arist.Aud.804a32: metaph., ἡ κολακεία σαθρὸν ὑπηχεῖ Plu.2.64e. 3 metaph., σ. κῦδος unsound fame, Pi. N.8.34; πρίν τι καὶ σαθρὸν μετεξετέροισι ἐγγενέσθαι before any unsound thought comes into their heads, i.e. before they prove traitors, Hdt.6.109; σ. λόγοι E.Hec.1190, Rh.639; τί τοῦτ' αἴνιγμα σημαίνεις σ.; Id.Supp.1064; τοῦτ' ἐς γυναῖκας δόλιόν ἐστι καὶ σαθρόν Id.Ba.487; σ. μετάβασις Pl.Lg.736e; σ. ἐστι . . πᾶν ὅ τι ἂν μὴ δικαίως ᾖ πεπραγμένον D.18.227; εὕροιμ' ἂν ὅπῃ σαθρός ἐστι Pl.Euthphr.5c; εὑρήσει τὰ σαθρὰ τῶν ἐκείνου πραγμάτων ὁ πόλεμος D.4.44; τὰ σ. τῆς τυραννίδος Plu.Dio 23. Adv., σαθρῶς ἱδρυμένος built on unsound foundations, Arist.EN1100b7.
German (Pape)
[Seite 857] wie σαπρός, angefault, verdorben, morsch, daher übh. schwach, hinfällig, schadhaft; κῦδος, vera gänglicher Ruhm, Pind. N. 8, 34; αἴνιγμα, Eur. Suppl. 1064; λόγοι, Hec. 1190; τοῦτ' εἰς γυναῖκας δόλιόν ἐστι καὶ σαθρόν, Bacch. 487; σαθρόν τίμοι ἐγγίγνεται, mir kommt ein schwächlicher, zaghafter Gedanke in den Sinn, Her. 6, 109; εὕροιμ' ἄν, ὅπῃ σαθρός ἐστι, wo es ihm fehlt, Plat. Euthyphr. 5 c; εἴτε ὑγιές, εἴτε σαθρὸν φθέγγεται, Theaet. 179 d, wie εἴ πῄ τι σαθρὸν ἔχει, πᾶν περικρούωμεν, Phil. 55 c, zu erklären aus dem Anschlagen an einen Topf, um aus dem Klange zu entnehmen, ob er geborsten ist; dah. τὰ ἀγγεῖα τετρημένα καὶ σαθρά, Gorg. 493 e; Dem. 2, 21 verbindet κἂν ῥῆγμα κἂν στρέμμα κἂν ἄλλο τι τῶν ὑπαρχόντων σαθρὸν ᾖ; 18, 227 σαθρόν ἐστι φύσει πᾶν, ὅ τι ἂν μὴ δικαίως ᾖ πεπραγμένον.