παρατείνω
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
fut.
A -τενῶ Hsch.: pf. -τέτᾰκα Plu.2.832f :—stretch out along, beside, or near, χεῖρες παρατεταμέναι Hp.Fract. 13 ; βραχίων παρὰ τὰς πλευρὰς παρατεταμένος Id.Art. 1 ; extend, deploy, τὴν φάλαγγα X. An.7.3.48 ; π. ἔλυτρον Hdt.1.185 ; παρετέτατο ἡ τάφρος X.An. 1.7.15 : —Pass., extend along (v. infr. 11.1) ; to be stretched at length, laid low, Ar.Nu. 213. 2. stretch on the rack, torture, Plu.2.135d : metaph., X. Cyr.1.3.11 :—Pass., to be tortured, λιμῷ Pl.Smp. 207b ; to be worn out, c. part., παρετάθη μακρὰν σδὸν πορευθείς X.Mem.3.13.6 ; παρατέταμαι λιπαρὰ κάπτων I am nigh dead with eating dainties, Ar.Fr.506.1 ; γελῶντες . . ὀλίγου παρετάθησαν Pl.Euthd.303b ; παραταθήσεται ὑπὸ σοῦ . . θαμὰ λέγοντος Id.Ly.204c ; but πολιορκίᾳ παρατενεῖσθαι ἐς τοὔσχατον will strain themselves to the uttermost, hold out to the last, Th.3.46. 3. prolong, protract, τοὺς λόγους Arist.Po. 1455b2 ; μῦθον ib.1451b38 ; ἐπὶ πλεῖον τὴν διάσκεψιν Luc.Icar.29, cf. DMort.4.2 ; τὴν ἀκρόασιν Id.Im. 13 :—Pass., Id.Am.4, etc.; ἐνεστῶτος τοῦ παρατεινομένου A.D.Synt. 253.3. b. delay, τὴν ἀπόδοσιν POxy. 237 viii 10 (ii A. D.). 4. apply a figure to a straight line, Pl.Men.87a : abs., Id.R.527a. 5. κοιλίαν π. relax the bowels, Philistio ap. Ath.3.115e. 6. lengthen in pronunciation, ὄνομα Luc.Luct.13 ; prolong a sound, of echo, Id.Dom.3. II. intr., stretch or lie beside or along, of a wall, a line of country, etc., Hdt.1.180 : c. acc. loci, τὰ πρὸς τὴν ἑσπέρην φέροντα ὁ Καύκασος παρατείνει ib. 203, cf. Th.4.8 :—Pass., παρατέταται ὄρος Hdt.2.8, cf. 4.38 ; ἡ δέ γ' Εὔβοια. . ἡδὶ παρατέταται (with a pun on signf. 1.1 in next line), Ar.Nu.212 ; also παρατείνειν παρὰ τὰ μέρη Plb.6.31.5 : c. dat., π. τῷ κόλπῳ Str.8.2.2 : so metaph., ψυχὴ μικρῷ σώματι -τείνουσα Demetr. Lac.Herc.1055.10. 2. extend, ἀπὸ τοῦ ἐντέρου κάτω π. Arist.HA529a22 ; extend over, πάντας χρόνους καὶ τόπους Aristid.1.11 J. 3. of Time, extend, ἐνιαυτοῦ μῆκος π. J.AJ 15.7.4 ; παρατείνοντος τοῦ πότου Parth.8.5 ; πόλεμος π. εἰς ἔτη μ App. Syr.48 ; continue one's life, live, ἕως... μέχρι... Plu.2.832f, 839e ; ἐπὶ τρεῖς γενεάς Luc. Macr.3. 4. as aux. Verb, c. part., ποῖ παρατενεῖς δεδιὼς ταῦτα ; how long will you go on fearing this ? Philostr. VA7.22, cf. 5.26.
German (Pape)
[Seite 502] (s. τείνω), 1) daneben, dabei ausspannen, ausstrecken; ξόανον ἔχον τὰς χεῖρας παρατεταμένας D. Sic. 1, 98, u. a. Sp.; ὀπίσω τὸ ἱμάτιον, ausbreiten, Plut. Camill. 33; – μῦθον, ausdehnen, Arist. poet. 9. – Geometrisch eine Figur an einer Linie entlang, über der Linie beschreiben, τετραγωνίζειν τε καὶ παρατείνειν, Plat. Rep. VII, 527 a, vgl. Men. 87 a. – Mit Beziehung auf die Zeit, hinhalten, in die Länge ziehen, aufhalten u. dadurch ermüden, Xen. Cyr. 1, 3, 11; Plut. u. A.; u. ähnlich, τίνα πόλιν οἴεσθε πολιορκίᾳ παρατενεῖσθαι εἰς τοὔσχατον, Thuc. 3, 46, sich bis aufs Aeußerste halten. – 2) intrans., sich daneben, davor erstrecken, ausdehnen, quer davor liegen, von einen Landstrich, der sich neben dem andern hinzieht, c. accus., τὰ πρὸς τὴν ἑσπέρην φέροντα ὁ Καύκασος παρατείνει, Her. 1, 203, wie Thuc. 4, 8, παρατείνουσα τὸν λιμένα, sich vor dem Hafen hinerstreckend; u. Sp., δίοδος παρατείνουσα παρὰ πάντα τὰ μέρη, Pol. 6, 31, 5. So auch das pass., τῇ ὄρος παρατέταται, Her. 2, 8; ἡ δέ γ' Εὔβοια, ἣ παρατέταται μακρὰ πόῤῥω πάνυ, Ar. Nubb. 212, wo ein Wortspiel gemacht wird, οἶδ', ὑπὸ γὰρ ἡμῶν παρετάθη, Schol. ἐξετρυχώθη, κατεπονήθη; auch von Todten, lang ausgestreckt daliegen, s. Valck. Phoen. 1591; τῷ λιμῷ παρατεινόμενα, von Hunger hingestreckt, Plat. Conv. 207 b, vgl. παραταθήσεται ὑπὸ σοῦ ἀκούων θαμὰ λέγοντος, Lys. 204 c; παρετάθη μακρὰν ὁδὸν πορευθείς, Xen. Mem. 3, 13, 6; Sp.; vgl. unser abspannen; die VLL. erkl. dah. παρατενεῖς durch ἀπολεῖς; auch act. hieß es »die Glieder auf der Folter ausrecken«, u. dah. foltern, martern, übertr., παρατεινόμενος πόθῳ, Plut. Sol. 7. – Von der Zeit, sich hinziehen, in die Länge ziehen, Τειρεσίαν μέχρις ἓξ γενεῶν παρατεῖναι λέγει, Luc. Macrob. 3; ὁ πόλεμος παρατείνας εἰς ἔτη τεσσαράκοντα, App. Syr. 48, u. a. Sp., bei denen es förmlich zu einem Hülfsverbum wird, ποῖ παρατενεῖς δεδιὼς ταῦτα; wie lange wirst du dies fürchten? Philostr. p. 302. – Bei Ath. III, 115 e, κοιλίαν παρατείνειν, Ggstz von ἱστάνειν, Leibesöffnung befördern.