δισσός
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
Att. διττός, Ion. διξός (q. v.), ή, όν, (δίς)
A twofold, double, Hdt.2.44, 7.70, Pl.Tht.198d, etc. Adv. διττῶς, opp. ἁπλῶς, doubly, in two ways, δ. [γνώριμα] Arist.EN1095b2; δ. λέγεσθαι ib.1096b13, al. 2 executed in duplicate, ἀποχή POxy.1024.39 (ii A. D.), etc. II pl., two, Pi.N.1.44, Hdt.5.40,52, A.Pr.957, S.Aj.57, etc.: with a dual, δισσοὶ προάγοντε μάλιστα Iamb.Comm.Math. 25. III metaph., divided, disagreeing in mind, λήμασι δισσούς (λήμασιν ἴσους Dind.) A.Ag.122 (lyr.). 2 doubtful, ambiguous, ὄνειροι S.El.645; τὸ δ. ambiguity, Arist.Pol.1261b29. Adv. διττῶς Id.SE180a15.
German (Pape)
[Seite 643] att. διττός, ion. διξός (δίς, δίχα), zwiefach, doppelt; Hes., Plat. u. A. Bei Dichtern, bes. den Tragg., übh. = zwei; στρατηγοί Aesch. Spt. 801; Soph. Phil. 264; χεῖρες Pind. N. 1, 44; vgl. Xen. Conv. 8, 9 Ages. 2, 30. Bei Aesch. Ag. 121 δύο λήμασι δισσοί wird die Entzweiung, bei Soph. El. 645 φάσματα δισσῶν ὀνείρων, u. bei Luc. Alex. 10 χρησμοὶ δ. καὶ ἀμφίβολοι, das Doppelsinnige ausgedrückt. – Adv., zum zweitenmale, Eur. Phoen. 1347; auf doppelte Weise, Sp.