κτηματικός

From LSJ
Revision as of 05:24, 15 June 2024 by Spiros (talk | contribs)

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτηματικός Medium diacritics: κτηματικός Low diacritics: κτηματικός Capitals: ΚΤΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ktēmatikós Transliteration B: ktēmatikos Transliteration C: ktimatikos Beta Code: kthmatiko/s

English (LSJ)

κτηματική, κτηματικόν,
A possessed of wealth, opulent, Plb.5.93.6, D.S. 18.10, Plu.Sol.14; οἱ κτηματικοί = Lat. possessores, App.BC1.12.
II belonging to an estate or farm, γεωργοί POxy.136.18 (vi A.D.); τὰ τῶν κ. ἔργα PFlor.161.6 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1519] vermögend, begütert; Pol. 5, 93, 6; Plut. Sol. 14 u. öfter, u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a de la fortune, riche.
Étymologie: κτῆμα.

Russian (Dvoretsky)

κτημᾰτικός: состоятельный, имущий, богатый Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κτηματικός: -ή, -όν, ἔχων περιουσίαν, πλούσιος, Πολύβ. 5. 93, 6, Πλουτ. Σόλ. 14· οἱ κτ. οἱ παρὰ Ρωμ. possessores, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 12.

Greek Monolingual

και χτηματικός, -ή, -ό (AM κτηματικός, -ή, -όν) κτήμα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κτήμα, δηλαδή σε αγροτική έκταση ή έπαυλη («κτηματική περιουσία»)
νεοελλ.
φρ. «Κτηματική Τράπεζα» — τράπεζα που χορηγεί πιστώσεις με υποθήκη ακίνητα κτήματα
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.κτηματικός
αυτός που έχει περιουσία, ιδίως αγροτικά κτήματα, κτηματίας, γαιοκτήμονας («εἰσφέρειν ᾤοντο δεῖν τοὺς κτηματικοὺς το τρίτον μέρος τῆς γῆς εἰς τήν... ἀναπλήρωσιν», Πολ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτηματικός -ή -όν [κτῆμα] rijk, welvarend.