δυσανασχετέω
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
English (LSJ)
bear ill, Th.7.71; to be greatly vexed, ἐπί τινι, πρός τι, Plu.Cam.35, Plb.16.12.5; περί τινος Phalar.Ep.37; τοῖς γενομένοις J.AJ13.16.2: abs., Eus.Mynd.59, Aët.8.44.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. δυσηνησχέτουν Hdn.Epim.281]
I soportar mal τὰ γιγνόμενα Th.7.71, τὴν τριβήν Plu.Sert.16.
II intr.
1 pasarlo mal δυσανασχετεῖ καὶ ξενοπαθεῖ del alma, Plu.2.607e, cf. Philostr.Ep.63, Eus.Mynd.59
•ref. a un enfermo sufrir, sentirse mal χρόνον ... ἐφ' ὅσον ὁ πάσχων μὴ δυσανασχετῇ Aët.8.44.
2 c. rég. prep. enojarse πρὸς τὰς τοιαύτας ἀποφάσεις τῶν ἱστοριογράφων Plb.16.12.5, πρὸς τὴν ἀνατριβήν Plu.Ant.65, περὶ μοίρας ἢ θανάτου Phalar.Ep.37, ἐπὶ τῇ βλάβῃ Ph.2.461, ἐπὶ τοῖς γεγενημένοις Plu.Cam.35
•tb. c. dat. τοῖς γινομένοις I.AI 13.411
•abs. contenerse con dificultad δυσανασχετήσαντες ἐμέλλησαν αὐτὸν ἀνελεῖν Ph.2.167.
German (Pape)
[Seite 675] etwas übel aufnehmen, es unerträglich finden; τὰ γιγνόμενα Thuc. 7, 71; Folgende, bes. Dion. Hal. öfter; unwillig werden, zürnen, ἐπί τινι, Nic. Damasc. 53; Plut. Camill. 55; πρός τι, frgm. 6, 3; περί τινος, Sp.; τινί, Clem. Al. p. 2 b.
French (Bailly abrégé)
δυσανασχετῶ :
seul. prés. et ao.
1 supporter avec peine, acc.;
2 être mécontent ou être indigné.
Étymologie: δυσ-, ἀνέχω.
Russian (Dvoretsky)
δυσανασχετέω:
1 с трудом переносить, находить невыносимым (τι Thuc., Plut.);
2 быть недовольным, негодовать или сетовать (πρός τι Polyb., Plut. и ἐπί τινι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσανασχετέω: μετὰ δυσκολίας ὑποφέρω, βαρέως φέρω, Λατ. aegre ferre, τι Θουκ. 7. 71· μεγάλως στενοχωροῦμαι, ἀδημονῶ, ἐπί τινι ἢ πρός τι Πλούτ. Καμ. 35, Πολύβ. 16. 12, 5· περί τινος Φάλαρ. Ἐπ. 115.
Greek Monotonic
δυσανασχετέω: μέλ. δυσανασχετήσω, υποφέρω με δυσκολία, φέρω βαρέως, Λατ. aegre ferre, σε Θουκ.· είμαι πολύ εξοργισμένος, αγανακτισμένος, αδημονώ, ἐπί τινι, σε Πλούτ.
Middle Liddell
δυσανασχετέω, fut. δυσανασχτήσω
to bear ill, Lat. aegre ferre, Thuc.: to be greatly vexed, ἐπί τινι Plut. from δυσανάσχετος