ἀναγόρευσις
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
English (LSJ)
ἀναγορεύσεως, ἡ, public proclamation, Decr. ap. D.18.118; freq. in Inscrr., as GDI3502.4 (Cnidus): = Lat. renuntiatio, Plu.Marc. 4, etc.
Spanish (DGE)
ἀναγορεύσεως, ἡ
proclamación pública, pregón τῆς δὲ ἀναγορεύσεως ἐπιμεληθῆναι τὸν ἀγωνοθέτην Decr. en D.18.118, βουλῆς καὶ δήμου CIG 4024, 4031, cf. IG 11(4).1055.22 (Delos), τοῦ στεφάνου IG 22.1299.46 (Eleusis III a.C.), IGBulg.12.44.9 (Odesos I a.C.), cf. GDI 3502.4 (Cnido), ISestos 1.96 (II a.C.), IG 12(7).32.7 (Arcesine), IM 90.27 (III a.C.)
•lat. renuntiatio τῶν ὑπάτων ἀναγορεύσεις proclamaciones de los cónsules Plu.Marc.4.
German (Pape)
[Seite 184] ἡ, das Ausrufen, öffentliche Verkündigung durch den Herold, στεφάνου Dem. 18, 84, im Psephisma; Ernennung, ὑπάτων Plut. Marcell. 4; öffentliche Bekanntmachung eines Urtheils, Coriol. 20.
French (Bailly abrégé)
ἀναγορεύσεως (ἡ) :
proclamation, déclaration publique.
Étymologie: ἀναγορεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνᾰγόρευσις: ἀναγορεύσεως ἡ
1 публичное уведомление, официальное сообщение: ἡ τοῦ στεφάνου ἀ. Dem. объявление о присуждении венка;
2 публичное провозглашение (αἱ τῶν ὑπάτων ἀναγορεύσεις Plut.).
Greek Monolingual
η (Α ἀναγόρευσις)
δημόσια ανακήρυξη, επίσημη απονομή τίτλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγορεύω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναγορευτικός].
Greek (Liddell-Scott)
ἀνᾰγόρευσις: ἀναγορεύσεως, ἡ δημοσία ἀνακήρυξις, Ψήφ. παρὰ Δημ. 253 ἐν τέλ., Ἐπιγρ. Κνίδ. 51 (παρὰ Newton), Πλουτ. Μάρκελλ. 4.
Greek Monotonic
ἀνᾰγόρευσις: ἀναγορεύσεως, ἡ, δημόσια αναγόρευση, ανακήρυξη, σε Ψηφ. παρά Δημ.
Middle Liddell
[from ἀναγορεύω
a public proclamation, Decret. ap. Dem.