πόμπευσις
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
-εως, ἡ, = πομπεία 1 (leading in procession, solemn procession), Pl.Lg.949c (pl.).
German (Pape)
[Seite 678] ἡ, = πομπεία, Plat. Legg. XII, 949 c, Pompaufzug.
Russian (Dvoretsky)
πόμπευσις: εως ἡ торжественное шествие, процессия Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόμπευσις -εως, ἡ [πομπεύω] processie.
Greek Monolingual
η / πόμπευσις, -εύσεως, ΝΑ πομπεύω
νεοελλ.
δημόσιο ρεζίλεμα, διαπόμπευση, πόμπευμα
αρχ.
η τέλεση πομπής, πομπεία.