ἀφθορία
English (LSJ)
ἡ, incorruption, integrity, purity, chastity, incorruptibility, virginity, prob. l. for ἀδιαφθορία in Ep.Tit.2.7, cf. Them.inPh.82.22.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 integridad ἐν τῇ διδασκαλίᾳ Ep.Tit.2.7, τοῦ κόσμου τὴν ἀφθορίαν διασαλεύει Them.in Ph.82.22.
2 virginidad, castidad αἰνείσθω σοι καὶ γάμος, πρὸ γάμου δ' ἀφθορία Gr.Naz.M.37.634A.
German (Pape)
[Seite 410] ἡ, Unverdorbenheit, Unschuld, Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
incorruptibilité, pureté.
Étymologie: ἄφθορος.
Russian (Dvoretsky)
ἀφθορία: ἡ неиспорченность, непорочность NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφθορία: ἡ ἔλλειψις φθορᾶς, πιθ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀδιαφθορία· ἐν τῇ πρὸς Τίτ. Ἐπιστολ. β΄, 7, Γρηγ. Νύσσ.
Greek Monotonic
Middle Liddell
[From ἄφθορος, incorruption, NTest.
Chinese
原文音譯:¢diafqor⋯a 阿-笛阿-弗拖里阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:不-經過-敗壞
字義溯源:不腐朽,純正,正直,直;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(διαφθείρω)=全然敗壞)組成,而 (διαφθείρω)又由(διά)*=經過)與(φθείρω)*=毀壞)組成。註:正直;和合本原文採用 (ἀφθορία) 欽定本原文則用 (ἀφθονία / ἀφθορία / ἀδιαφθορία);兩者字義均為正直。這字僅在( 多2:7)使用一次
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編:
1) 直(1) 多2:7
Translations
integrity
Albanian: ndershmëri; Arabic: أَمَانَة, نَزَاهَة; Belarusian: сумленнасць; Bengali: সত্যনিষ্ঠা; Bulgarian: интегритет, честност; Catalan: integritat; Cebuano: integridad; Chinese Mandarin: 正直; Czech: integrita, zásadovost; Finnish: rehellisyys, suoraselkäisyys, kunniallisuus; German: Integrität; Greek: ακεραιότητα; Ancient Greek: ἁγνεία, ἁγνότης, ἀδιαφθορία, ἀδωροδοκία, ἀκεραιότης, ἀνδραγαθία, ἀνεπιμιξία, ἁπλοσύνη, ἀφθαρσία, ἀφθορία, εἰλικρίνεια, εἰλικρινότης, ἐλευθερία, εὐθύτης, εὐσυνειδησία, καθαρειότης, τὸ ἀδέκαστον; Irish: ionracas; Italian: integrità; Latin: honestas, integritas; Malay: kejujuran, integriti; Maori: ngākau tapatahi; Middle English: honeste; Polish: prawość, uczciwość; Portuguese: integridade; Romanian: integritate; Russian: честность; Serbo-Croatian Cyrillic: интегрѝте̄т, чѐстито̄ст; Roman: integrìtēt, čèstitōst; Spanish: integridad; Swahili: uadilifu; Swedish: integritet; Tagalog: integridad; Ukrainian: чесність