περικνημίς
From LSJ
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
English (LSJ)
περικνημῖδος, ἡ, covering for the leg, gaiter, DH. 4.16, Plu. Phil. 9, Thd. Da. 3.21, PLond. 1.191.13 (ii AD).
German (Pape)
[Seite 580] περικνημῖδος, ἡ, Bedeckung der Wade, Beinschiene; D. Hal. 4, 16; Plut. Philop. 9.
French (Bailly abrégé)
περικνημῖδος (ἡ) :
armure des jambes, jambart.
Étymologie: περί, κνήμη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περικνημίς, περικνημῖδος, ἡ [περί, κνήμη] scheenplaat.
Russian (Dvoretsky)
περικνημίς: περικνημῖδος ἡ наголенник Plut.
Greek Monotonic
περικνημίς: ἡ (κνήμη), κάλυμμα για το πόδι, προστατευτικό της κνήμης, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
περικνημίς: περικνημῖδος, ἡ, περικάλυμμα τῆς κνήμης, Διον. Ἁλ. 4. 16, Πλουτ. Φιλοπ. 9.
Middle Liddell
περι-κνημίς, περικνημῖδος, ἡ, κνήμη
a covering for the leg, Plut.