ποιμενική
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
ἡ ποιμενική (sc. τέχνη) = art of shepherding Pl.R. 345d.
Russian (Dvoretsky)
ποιμενική: ἡ (sc. τέχνη) искусство пастьбы Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
French (Bailly abrégé)
ἡ ποιμενική (τέχνη) PLAT l'art de faire paître les troupeaux.
Étymologie: ποιμήν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἡ ποιμενική (sc. τέχνη ) vak van herder Plat. Resp. 345d.