πολυτλήμων

From LSJ
Revision as of 12:23, 13 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "( " to "(")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτλήμων Medium diacritics: πολυτλήμων Low diacritics: πολυτλήμων Capitals: ΠΟΛΥΤΛΗΜΩΝ
Transliteration A: polytlḗmōn Transliteration B: polytlēmōn Transliteration C: polytlimon Beta Code: polutlh/mwn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, much-enduring, θυμός Il.7.152; of Odysseus, Od.18.319; βροτοί Ar.Pax236.

German (Pape)

[Seite 675] ὁ, ἡ, viel erduldend u. aushaltend, standhaft, oder viel wagend, kühn; θυμός, Il. 7, 152; vom Odysseus, Od. 18, 319; βροτοί, Ar. Pax 236.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
c. πολύτλας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυτλήμων -ονος [πολύς, τλήμων] veel duldend (epithet van Odysseus).

Russian (Dvoretsky)

πολυτλήμων: 2, gen. ονος Hom., Arph. = πολύτλας.

English (Autenrieth)

πολύτλᾶς.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. (κυρίως ως προσωνυμία του Οδυσσέως) α) αυτός που υπομένει πολλά βάσανα
β) (κατ' επέκτ.) ο καρτερικός
2. (για τους θνητούς) αυτός που υφίσταται πολλά δεινά, βάσανα, ο δυστυχής («ἰὼ βροτοί... πολυτλήμονες», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τλήμων (< θ. τλᾶ-/ τλη- του τλάω-)].

Greek Monotonic

πολυτλήμων: -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει υπομείνει πολλά, ανθεκτικός, σε Όμηρ., Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυτλήμων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ πολλὰ ὑπομένων, θυμὸς Ἰλ. Η. 152· Ὀδυσσεὺς Ὀδ. Σ. 319· βροτοὶ Ἀριστοφ. Εἰρ. 236. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυτλήμων· ὑπομονητικός».

Middle Liddell

πολυ-τλήμων, ονος, ὁ, ἡ,
much-enduring, Hom., Ar.