πολυτλήμων
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
-ονος, ὁ, ἡ, much-enduring, θυμός Il.7.152; of Odysseus, Od.18.319; βροτοί Ar.Pax236.
German (Pape)
[Seite 675] ὁ, ἡ, viel erduldend u. aushaltend, standhaft, oder viel wagend, kühn; θυμός, Il. 7, 152; vom Odysseus, Od. 18, 319; βροτοί, Ar. Pax 236.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
c. πολύτλας.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυτλήμων -ονος [πολύς, τλήμων] veel duldend (epithet van Odysseus).
Russian (Dvoretsky)
πολυτλήμων: 2, gen. ονος Hom., Arph. = πολύτλας.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. (κυρίως ως προσωνυμία του Οδυσσέως) α) αυτός που υπομένει πολλά βάσανα
β) (κατ' επέκτ.) ο καρτερικός
2. (για τους θνητούς) αυτός που υφίσταται πολλά δεινά, βάσανα, ο δυστυχής («ἰὼ βροτοί... πολυτλήμονες», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τλήμων (< θ. τλᾶ-/ τλη- του τλάω-ῶ)].
Greek Monotonic
πολυτλήμων: -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει υπομείνει πολλά, ανθεκτικός, σε Όμηρ., Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πολυτλήμων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ πολλὰ ὑπομένων, θυμὸς Ἰλ. Η. 152· Ὀδυσσεὺς Ὀδ. Σ. 319· βροτοὶ Ἀριστοφ. Εἰρ. 236. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυτλήμων· ὑπομονητικός».