διάστροφος
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
English (LSJ)
διάστροφον, twisted, distorted, διάστροφα καὶ ἔμπηρα καὶ ἀπόπληκτα Hdt.1.167; μορφὴ καὶ φρένες διάστροφοι A.Pr. 673, cf. S.Aj.447; ὀφθαλμός Id.Tr.794; διαστρόφους κόρας ἑλίσσουσ' E.Ba. 1122, cf. 1166 (lyr.); of a person, διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς, διάστροφος τὸ σῶμα, Ath. 8.339f, Luc.Ind.7. Adv. διαστρόφως = incorrectly, λέγειν S.E.M.1.152.
Spanish (DGE)
-ον
I 1torcido, retorcido, deforme gener. del cuerpo o sus miembros πάντα (πρόβατα καὶ ὑποζύγια καὶ ἄνθρωποι) ... διάστροφα καὶ ἔμπηρα καὶ ἀπόπληκτα todos (ganado, caballerías y hombres) contrahechos, imposibilitados y paralíticos al ser lapidados, Hdt.1.167, cf. Philostr.VA 3.7, μορφὴ καὶ φρένες διάστροφοι ἦσαν mi aspecto y mi mente estaban desfigurados A.Pr.673, ἤφριζεν δ. ὅλος γενόμενος echaba espuma por la boca retorciéndose, A.Andr.Gr.3.6, μέλη Gr.Nyss.M.46.140A, c. ac. de rel. δ. τὸ σῶμα Luc.Ind.7, (κύνες) διάστροφοι τοὺς πόδας Poll.5.62, c. prep. παιδία ... κατὰ τὸ σωμάτιον διάστροφα M.Ant.1.17
•subst. τὸ διάστροφον lo torcido στάθμην ... ἣ τὸ σκολιὸν αὐτοῦ καὶ διάστροφον ἐκφανὲς ποιήσει Them.Or.21.247c, cf. Simp.in Cael.184.19.
2 ref. a los ojos y la mirada torcido, bizco esp. como síntoma de locura de origen divino δ. ὀφθαλμός mirada extraviada S.Tr.794, cf. E.Ba.1166, ἀφρὸν ἐξιεῖσα καὶ διαστρόφους κόρας ἑλίσσουσ' echando espuma y girando sus pupilas extraviadas E.Ba.1122, cf. HF 868, tb. de la mente τόδ' ὄμμα καὶ φρένες διάστροφοι S.Ai.447
•como defecto estrábico, bizco (οἱ ὀφθαλμοί) διάστροφοί εἰσι καὶ ἐς ἀλλήλους ὁρῶσι Luc.DMeretr.2.1, cf. Gr.Naz.M.36.441A, de pers., c. ac. de rel. δ. τοὺς ὀφθαλμούς Ath.339f, cf. Poll.4.149, Alex.Aphr.in Sens.20.13
•subst. τό διάστροφον retorcimiento, extravío τῆς ψυχῆς AP 11.412.3 (Antioch.).
II fig.
1 equivocado, erróneo δόξα S.E.M.7.209, de pers. Syrian.in Metaph.83.23
•perverso, corrupto ἑτεροδοξία Eus.HE 7.30.1, E.Th.1.18, νουθεσία Agathan.V.Gr.Ill.86, cf. Basil.Ep.130.1, 262.1, de pers., Chrys.M.64.665C, meton. ὦ τὸ ... στόμα διάστροφον Ath.Al.Decr.40.13.
2 ref. a la lengua distorsionado, deformado ὀνόματα Luc.Lex.17, μηδέν ref. a lo que narra un hist., Luc.Hist.Cons.51.
III adv. διαστρόφως = erróneamente ref. la lengua ὁ διαστρόφως λέγων «ὁ χελιδών» el que erróneamente dice «el golondrina» S.E.M.1.152, διὰ τὸ δ. παρ' αὐτῷ κεῖσθαι por encontrarse en él con errores desde el punto de vista textual, Epiph.Const.Haer.42.12 (p.182), cf. S.E.M.1.279, Eus.E.Th.3.1.1, Phlp.in de An.21.24
•falsamente, de modo tergiversado νοεῖν Pamph.Mon.Solut.6.55.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est de travers, contrefait ; dont les yeux sont hagards ; égaré, hagard.
Étymologie: διαστρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάστροφος -ον [διαστρέφω] verminkt, misvormd:; φρένες διάστροφοι ἦσαν mijn geest was verward Aeschl. PV 673; πάντα... ἐγίνετο διάστροφα alles (wat leefde) raakte misvormd Hdt. 1.167.1; διαστρόφους κόρας ἑλίσσουσ (α) met verwilderde ogen Eur. Bac. 1122; scheef:; ὅτι διάστροφοί εἰσι καὶ ἐς ἀλλήλους ὁρῶσι dat (de ogen) scheef staan en naar elkaar kijken Luc. 31.7; overdr.: δ. ὀνόματα verwrongen woorden Luc. 46.17; δεικνύτω... διάστροφον... μηδέν hij moet niets vervormd weergeven Luc. 59.51.
German (Pape)
verkehrt, verdreht, verschoben; μορφὴ καὶ φρένες Aesch. Prom. 668; vgl. Soph. Aj. 442; bes. von den Augen, διάστροφον ὀφθαλμὸν ἄρας, das brechende Auge, Trach. 791; κόρας δ. ἑλίσσειν Eur. Bacch. 1120; ζῷα, verkrüppelt, Her. 1.167; διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς bei Ath. VIII.339f; Luc. sogar διάστροφος τὸ σῶμα, adv.Ind. 7; κατὰ τὸ σωμάτιον, M.Anton. 1.16; κύνες διάστροφοι τοὺς πόδας, Poll. 5.62.
Russian (Dvoretsky)
διάστροφος:
1 кривой, увечный (πρόβατα Her.; δ. τὸ σῶμα καὶ λελωβημένος Luc.);
2 искаженный, обезображенный (μορφὴ καὶ φρένες Aesch.);
3 косящий или безумно глядящий (ὀφθαλμός Soph.).
Greek Monolingual
-ο (AM διάστροφος)
1. αυτός που έχει υποστεί διαστροφή, διεστραμμένος, διαστρεβλωμένος
2. διεφθαρμένος, αυτός που παρεκτρέπεται από το φυσιολογικό
3. αυτός που δεν έχει φυσιολογική ανάπτυξη («τῶν κλάδων τοὺς διαστρόφους φυέντας»)
νεοελλ.
κακός, μοχθηρός
αρχ.
αλλήθωρος.
Greek Monotonic
διάστροφος: -ον, διαστρεβλωμένος, αλλοιωμένος, παραμορφωμένος, σε Ηρόδ., Τραγ.
Greek (Liddell-Scott)
διάστροφος: ον. ὁ συνεστραμμένος, διεστρεβλωμένος, δ. καὶ ἔμπηρα καί ἀπόπληκτα Ἡρόδ. 1. 167· μορφή καί φρένες διάστροφοι Αἰσχύλ. Πρ 673. πρβλ. Σοφ. Αἴ. 447· ὀφθαλμός, κόραι ὁ αύτ. Τρ. 794, Εὐρ. Βάκχ. 1122· ἐπὶ προσώπου, διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς, τό σῶμα Ἀθήν. 339F, Λουκ. Ἀπαιδ. 7._ Ἐπίρρ. -φως Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 152.
Middle Liddell
διάστροφος, ον adj
twisted, distorted, Hdt., Trag.