παρασταδόν

Revision as of 12:32, 13 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " )" to ")")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Adv. standing beside, at one's side, Il.15.22, Od.10.173, Thgn.473, A.Ch.991; π. ἐγγύς Theoc.25.103.

German (Pape)

[Seite 499] hinzutretend, Il. 15, 22 Od. 10, 172 u. öfter; Aesch. Ch. 977; παρ. ἐγγύς vrbdt Theocr. 25, 103.

French (Bailly abrégé)

adv.
en se tenant auprès.
Étymologie: παρά, ἵστημι, -δον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρασταδόν [παρίστημι] adv., dichtbij (lett. terzijde staand, naast (iem.) gaand staan):. λῦσαι δ’ οὐκ ἐδύναντο παρασταδόν ze konden niet vlak naast je komen om je los te maken Il. 15.22.

Russian (Dvoretsky)

παραστᾰδόν: adv. подступая(сь) (подступивши), подойдя (Hom., Aesch.; Theocr. - v.l. περισταδόν).

English (Autenrieth)

adv., standing by, going up to. (Od.)

Greek Monolingual

Α
(επίρρ. τοπ.) πολύ κοντά, στο πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -σταδόν (< θ. στα- του ἵστημι + επιρρμ. κατάλ. -δόν, πρβλ. στάδην), πρβλ. ανασταδόν, αποσταδόν].

Greek Monotonic

παραστᾰδόν: επίρρ., στην πλευρά κάποιου, σε Όμηρ., Θέογν.

Greek (Liddell-Scott)

παραστᾰδόν: Ἐπίρρ., ἐγγύθεν ἐκ τοῦ πλησίον, λῦσαι δ’ οὐκ ἠδύναντο παρασταδόν, «ἐκ τοῦ σύνεγγυς» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Ο. 22, Ὀδ. Κ. 173, 547, Θέογν. 473, Αἰσχύλ. Χο. 983· π. ἐγγὺς Θεόκρ. 25. 103· πρβλ. παρίστημι Β. Ι. 1.

Middle Liddell

at one's side, Hom., Theogn.

English (Woodhouse)

standing by