στόλος

From LSJ
Revision as of 19:20, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόλος Medium diacritics: στόλος Low diacritics: στόλος Capitals: ΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: stólos Transliteration B: stolos Transliteration C: stolos Beta Code: sto/los

English (LSJ)

ὁ, (στέλλω)

   A equipment, esp. for warlike purposes, expedition by land or (more frequently) sea, freq. in Hdt.; στόλον . . οὐκέτι κατὰ θάλασσαν στείλαντες ἀλλὰ κατ' ἤπειρον 5.64; freq. folld. by ἐπί c. acc., ὁ ἐπ' Αἰθίοπας σ. 3.25; ἐπὶ Λιβύην στρατιῆς μέγας σ. 4.145; ἐλέγετο ὁ σ. εἶναι εἰς Πισίδας X.An.3.1.9; ὁ πρὸς Ἴλιον σ. S.Ph.247; οὔτε τοῦ πρώτου σ. ib.73; λεκτὸν ἀροῦμεν στόλον A.Pers.795, cf. E. Hec.1141; τεθριπποβάμων σ. an equipage with four horses, Id.Or. 989 (lyr.).    2 generally, journey or (oftener) voyage, ὁ οἴκαδε σ. S.Ph.499; οὔ μοι μακρὸς εἰς Οἴτην σ. ib.490; σ. ποιεῖσθαι X.An.1.3.16; πλεῦσαι S.Ph.1037; ἰδίῳ σ. in a journey privately undertaken, on one's own account, opp. δημοσίῳ σ., Hdt.5.63, cf. Th.8.9; κοινῷ σ. Hdt.6.39; ἐλευθέρῳ σ. with free course, Pi.P.8.98; πατρῷον στόλον (acc. cogn.) ἑσπόμην by my father's sending, S.Tr.562.    b the purpose or cause of a journey, mission, errand, Id.OC358; τίνι σ. προσέσχες . .; πόθεν πλέων; where Neoptolemus answers ἐξ Ἰλίου . . ναυστολῶ, Id.Ph.244; ὁ δὲ σ. νῷν ἐστι παρὰ τὸν Τηρέα Ar.Av.46: metaph., τρίτος ἡμῖν σ. ἐστὶ τοῦ λόγου ἐπὶ τὴν τέχνην D.H.Rh.11.9.    c equipment in concrete sense, πραθέντος τοῦ στόλου εἰς βασίλεια IPE12.32A45 (Olbia, iii B.C.); ἱερὸς σ. sacred vestments, Milet.1(7).209 (iii A.D.).    3 armament, army, τὸν ἑπτάλογχον σ., of the Seven against Thebes, S.OC1305, cf. Tr.226,496, etc.; seaforce, fleet, Hdt.5.43; σ. χιλιοναύτης, of the expedition against Troy, A.Ag.45 (anap.), cf. 577; ναυβάτῃ στόλῳ S.Ph.270; οὐ πολλῷ στόλῳ, i.e. in one ship, ib.547, cf. 561; νεῶν σ. Th.1.31; σ. ἀγείρειν ib. 9; συναγείρειν Hdt.1.4; καταλύειν Id.7.16.β: generally, party, band, troop, freq. in A.Supp., 28 (anap.), 187, al.; παίδων, γυναικῶν, καὶ σ. πρεσβυτίδων Id.Eu.1027, cf. 856 (pl.); νοσεῖ δέ μοι πρόπας σ. all the people, S.OT170 (lyr.); guild, ὁ σ. τῶν σωληνοκεντῶν OGI756.5 (Milet.).    4 παγκρατίου σ., periphr. for παγκράτιον, Pi.N.3.17; λόγου σ. a set narrative, Emp.17.26.    II appendage, excrescence, σ. ὀμφαλώδης Arist.GA752b6; stump of the tail, in animals, Id.PA 658a33; σμικροῦ γ' ἕνεκεν [κέρκου] ἔχουσί τινα στόλον ib.689b5.    2 a ship's prow, Pi.P.2.62; plated with brass, χαλκήρης σ. A.Pers. 408, cf. E.IT1135 (lyr.), Trag.Adesp.272 (pl.); δώδεκα σ. ναῶν f.l. for δωδεκάστολοι νᾶες, Ps.-E.IA277 (lyr.); δρυοπαγὴς σ.,= πάσσαλος, S.Fr.702.

German (Pape)

[Seite 946] ὁ, 1) Rüstung, bes. kriegerische Rüstung, Kriegszug zu Lande u. zu Wasser; oft bei Her.: κατ' ἤπειρον, κατὰ θάλασσαν, 5, 64; ἐπί τινα, 3, 25. 4, 145 u. sonst; εὐσταλῆ καὶ λεκτὸν ἀροῦμεν στόλον, Aesch. Pers. 781; Ag. 563; zur See, Pers. 392; στόλον Ἀργείων χιλιοναύταν, Ag. 45; Soph. κατέσχον δεῦρο ναυβάτῃ στόλῳ, Phil. 270, vgl. 557; κατ' ἀρχὴν τοῦ πρὸς Ἴλιον στόλου, 247; Φρυγῶν ἐς αἶαν αὖθις αἴροιεν στόλον, Eur. Hec. 1141; u. in Prosa, Thuc. 1, 9. 10 u. sonst; Περσικός, Plat. Legg. I, 642 e, u. öfter; übh. Sendung, Zug, Gang, εὐανθέα ἀναβάσομαι στόλον, Pind. P. 2, 62; auch Aufzug, Festzug, Procession, 8, 98 N. 3, 17; ὁ δὲ στόλος νῷν ἐστι παρὰ τὸν Τηρέα, Ar. Av. 46, wir gehen zum Tereus; – das Ausziehende, Ausgesendete selbst, das Landheer, Her. 5, 64, häufiger Seemacht, Flotte, 1, 4. 5, 43; en Cyr. 3, 1, 19 u. sonst; ein Zug von Menschen, eine Schaar, παρ' ἀνδρῶν καὶ γυναικείων στόλων, Aesch.Eum. 818; λόχος παίδων, γυναικῶν καὶ στόλος πρεσβυτίδων, 981, n. öfter in Suppl.; πλέων γὰρ οὐ πολλῷ στόλῳ, Soph. Phil. 543, d. i. mit einem Schiffe; τὸν ἑπτάλογχον ἐς Θήβας στόλον ἀγείρας, O. C. 1307; und das ganze Volk, O. R. 169; χιλίων ναῶν στόλον συνήγαγε, Eur. I. T. 10. – Auch der Grund, die Veranlassung zu einem Zuge, ἰδίῳ στόλῳ, auf eigenen Antrieb, Her. 5, 63, eigtl. eine in Privatangelegenheiten unternommene Reise, wie κοινὸς στόλος gemeinsamer Antrieb zur Reise, 6, 39, wie man Soph. Phil. τίνι στόλῳ προσέσχες τήνδε γῆν erklärt, im Vergleich mit O. R 359 τίς σ' ἐξῆρεν οἴκοθεν στόλος; wo auch mehr nach dem Grunde der Fahrt gefragt wird. = Am Schiffe der vorn vorragende Theil, Schiffsschnabel, dessen höchstes Ende ἀκροστόλιον hieß, ναῦς ἐν νηῒ χαλκήρη στόλον ἔπαισεν, Aesch. Pers. 400; ἔθραυον πάντα κωπήρη στόλον, 408; Eur. I. T. 11, 33; vgl. Schol. Ap. Rh. 1, 1089; aus Soph. frg. 629 führt Hesych. δρυοπαγῆ στόλον, τὸν πάσσαλον an. – Uebh. Stiel, Stengel, κέρκος μικρὸν στόλον ἔχουσα, einen Schwanz mit einem kurzen Stiel, Arist. part. anim 2, 14; gen. an. 3, 2. – 2) das Ausrüsten, Ankleiden, Ausschmücken, wie στολή, Eur. Suppl. 1055.