ὑπεξούσιος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
α, ον, but ος, ον POxy. (v. infr.), subject to the power of another, opp. αὐτεξούσιος, Cod.Just.6.4.4.25, Sch.E.Andr.411,628; θυγάτηρ POxy.129.2 (vi A. D.), cf. Mich.in EN45.33; = filius familias, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1188] der Gewalt eines Andern unterworfen, unterthänig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεξούσιος: -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς τὴν ἐξουσίαν ἑτέρου, ἀντίθετον τῷ αὐτεξούσιος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀνδρ. 311, 628· ἡ εὐδαιμονία τῶν ὑπεξουσίων ἄκραν ἀνακηρύττει σύνεσιν τῆς ἐξουσίας Φωτ. Ἐπιστ. σ. 43, 22.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπεξούσιος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου, εξαρτημένος
2. (για ανήλικο παιδί) αυτός που βρίσκεται υπό την κηδεμονία τών γονιών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐξουσία (πρβλ. συνεξούσιος)].