θέραψ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
English (LSJ)
ᾰπος, ὁ, poet., = θεράπων, rare in sg., Epigr.Gr.415.3 (Alexandria): acc., Βακχιακὸν θέραπα (of Anacreon) APl.4.306.10 (Leon.), cf.IGRom.4.1655 (Notium): usually in nom. pl., θέραπες E.Ion94(anap.), Supp.762, Ion Eleg.2.2, Maiist.14, AP12.229 (Strato): acc. pl. θέραπας in late Prose, Ant.Lib.13.4, 20.5.
German (Pape)
[Seite 1200] απος, ὁ, = Vorigem; οἱ θέραπες Eur. Suppl. 762 Ion 99; Strat. 71 (XII, 229); βακχιακὸν θέραπα Leon. Tar. 37 (Plan. 306).
French (Bailly abrégé)
απος (ὁ) :
c. θεράπων serviteur.
Étymologie: pê de θέρω.
Russian (Dvoretsky)
θέραψ: ᾰπος ὁ (только nom. pl. θέρᾰπες) Eur., Anth. = θεράπων I.
Greek (Liddell-Scott)
θέραψ: ᾰπος, ὁ, σπάν. ποιητ. τύπος ἀντὶ τοῦ θεράπων, Συλλ. Ἐπιγρ. 4709· αἰτ. θέραπα Ἀνθ. Πλαν. 306. 10· ἀλλὰ συνήθως κατ’ ὀνομ. πληθ. θέραπες, Εὐρ. Ἴωνι 94, Ἱκέτ. 762, Ἴων Χῖος ἐν Ἀποσπ. 2. 2, Ἀνθ. Π. 12. 229, Πολυδ. Ϛ΄, 122.
Greek Monolingual
θέραψ, ὁ (Α)
θεράπων («Φοίβου Δελφοὶ θέραπες», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του θεράπων.
ΠΑΡ. θεραπεύω
αρχ.
θεράπιον, θεραπίς.
Greek Monotonic
θέραψ: -ᾰπος, ὁ, σπάνιος ποιητ. τύπος αντί θεράποντος· ονομ. πληθ. θέραπες, σε Ευρ., Ανθ. Π.
Middle Liddell
θέραψ, ᾰπος, ὁ,
rare poet. form for θεράπων: nom. pl. θέραπες Eur., Anth.