ἀργυρήλατος
ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
English (LSJ)
ἀργυρήλατον, of wrought silver, A.Fr.185; φιάλαι E.Ion1181; bearing silver, πρὼν [Παγγαίου] A.Fr.25A.
Spanish (DGE)
(ἀργῠρήλᾰτος) -ον
1 trabajado en plata κέρατα A.Fr.185, φιάλαι E.Io 1181, τρίπους Rh.1.637.22, εἰκών Lyd.Mag.3.35.
2 que produce plata Παγγαίου ἀργυρήλατον πρῶνα A.Fr.23a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
travaillé en argent.
Étymologie: ἄργυρος, ἐλαύνω.
German (Pape)
aus Silber getrieben, κέρατα Aesch. frg 170; φιάλη Eur. Ion. 1181.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠρήλᾰτος: из чеканного серебра (κέρατα Aesch.; φιάλη Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρήλατος: -ον, ὁ ἐξ ἀργύρου διὰ σφυρηλατήσεως κατεσκευασμένος, ἀργυρηλάτοις κέρασι, δηλ. ποτηρίοις ἐν σχήματι κέρατος, ἢ κέρασι κεκαλυμμένοις δι’ ἀργυρῶν ἐλασμάτων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 170, Εὐρ. Ἴων. 1181: - ἀργῠρηλάτης, ου, κατεργαζόμενος τὸν ἄργυρον, «ἀργυροκόπος» καθ’ Ἡσυχ.
Greek Monolingual
ἀργυρήλατος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατασκευασμένος ή διακοσμημένος με σφυρηλατημένο άργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ελατός (με έκταση της πρώτης συλλαβής κατά τη σύνθεση) < ελαύνω «σφυρηλατώ (για μέταλλα)»].
Greek Monotonic
ἀργῠρήλᾰτος: -ον (ἐλαύνω), αυτός που έχει κατασκευαστεί από σφυρήλατο ασήμι, σε Ευρ.