ἀργυρήλατος

From LSJ
Revision as of 09:37, 25 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Ion'' " to "E.''Ion''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρήλᾰτος Medium diacritics: ἀργυρήλατος Low diacritics: αργυρήλατος Capitals: ΑΡΓΥΡΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: argyrḗlatos Transliteration B: argyrēlatos Transliteration C: argyrilatos Beta Code: a)rgurh/latos

English (LSJ)

ἀργυρήλατον, of wrought silver, A.Fr.185; φιάλαι E.Ion1181; bearing silver, πρὼν [Παγγαίου] A.Fr.25A.

Spanish (DGE)

(ἀργῠρήλᾰτος) -ον
1 trabajado en plata κέρατα A.Fr.185, φιάλαι E.Io 1181, τρίπους Rh.1.637.22, εἰκών Lyd.Mag.3.35.
2 que produce plata Παγγαίου ἀργυρήλατον πρῶνα A.Fr.23a.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
travaillé en argent.
Étymologie: ἄργυρος, ἐλαύνω.

German (Pape)

aus Silber getrieben, κέρατα Aesch. frg 170; φιάλη Eur. Ion. 1181.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρήλᾰτος: из чеканного серебра (κέρατα Aesch.; φιάλη Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρήλατος: -ον, ὁ ἐξ ἀργύρου διὰ σφυρηλατήσεως κατεσκευασμένος, ἀργυρηλάτοις κέρασι, δηλ. ποτηρίοις ἐν σχήματι κέρατος, ἢ κέρασι κεκαλυμμένοις δι’ ἀργυρῶν ἐλασμάτων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 170, Εὐρ. Ἴων. 1181: - ἀργῠρηλάτης, ου, κατεργαζόμενος τὸν ἄργυρον, «ἀργυροκόπος» καθ’ Ἡσυχ.

Greek Monolingual

ἀργυρήλατος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατασκευασμένος ή διακοσμημένος με σφυρηλατημένο άργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ελατός (με έκταση της πρώτης συλλαβής κατά τη σύνθεση) < ελαύνω «σφυρηλατώ (για μέταλλα)»].

Greek Monotonic

ἀργῠρήλᾰτος: -ον (ἐλαύνω), αυτός που έχει κατασκευαστεί από σφυρήλατο ασήμι, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἄργυρος, ἐλαύνω
of wrought silver, Eur.