φιλοθύτης

From LSJ
Revision as of 07:36, 2 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοθύτης Medium diacritics: φιλοθύτης Low diacritics: φιλοθύτης Capitals: ΦΙΛΟΘΥΤΗΣ
Transliteration A: philothýtēs Transliteration B: philothytēs Transliteration C: filothytis Beta Code: filoqu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ, fond of sacrifices, Ar.V.82, Antipho 2.2.12, Plu.Rom.7, etc.; φ. περὶ τὸ θεῖον Thphr. Fr.152.

German (Pape)

[Seite 1280] ὁ, = Folgdm; Ar. Vesp. 82; Antiph. 2 β 12; Sp., wie Plut. Rom. 7.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. φιλόθυτος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοθύτης: ου (ῠ) ὁ любящий приносить жертвы, охотник до жертвоприношений Arph., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοθύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὰς θυσίας, Ἀριστοφ. Σφ. 82, Ἀντιφῶν 117. 34, Πλούτ., κλπ.· φ. περὶ τὸ θεῖον Θεόφρ. ἐν Στοβ. 40. 18· ― τὸ ὄργια φιλόθυτα, ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. σ. 180, φαίνεται ὅτι σημαίνει ὄργια τελούμενα ὑπὸ ζηλωτῶν λατρευτῶν.

Greek Monolingual

ὁ, Α
φιλόθυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. φιλεῖ θύειν].

Greek Monotonic

φῐλοθύτης: [ῠ], -ου, ὁ,
I. αυτός που αγαπά τις θυσίες, σε Αριστοφ.
II. Παθ., ὄργια φιλόθυτα, τελετές που γίνονται από ενθουσιώδεις θιασώτες, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φῐλοθῠ́της, ου, ὁ,
fond of sacrifices, Ar.