ὠμοτριβής
From LSJ
English (LSJ)
ὠμοτριβές, pressed raw, ὠμοτριβὲς ἔλαιον oil from unripe olives, preferred for many purposes, Thphr. De Odoribus 15, Dsc.1.30.
Greek (Liddell-Scott)
ὠμοτρῐβής: -ές, γεν. -έος, τριβόμενος ὠμὸς ἢ ἄωρος, ὠμ. ἔλαιον, ἐξ ἀώρων ἐλαιῶν, προτιμώμενον χάριν πολλῶν χρήσεων, Θεοφρ. π. Ὀσμ. 15, Διοσκ. 1, 29, πρβλ. ὀμφάκινον.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
(ιδίως για λάδι) αυτός που προέρχεται από την έκθλιψη άγουρων ελιών («ἀλείφειν τὴν κεφαλὴν ὠμοτριβὲς ἔλαιον», Θεοφάν. Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -τριβής (< τριβή), πρβλ. νεοτριβής].
German (Pape)
ές, roh zerrieben, zermahlen, zermalmt, gepreßt, ὠμοτριβὲς ἔλαιον, Öl aus unreifen Oliven, Theophr. bei Ath. II.67b.