ἐνομιλέω
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
English (LSJ)
A = ὁμιλέω ἐν... D.C.43.15; τοῖς ἀνθρωπείοις καὶ φθαρτοῖς Ph.1.363, al.
II to be well acquainted with, πολλὰ τοῖς Πάρθων ἤθεσιν ἐνωμιληκώς Plu.Ant.41.
III Pass., to be made familiar, εὐθὺς ἐκ παιδίων ἐνωμιλημένας ἔχομεν δόξας Polystr.p.32 W.
Spanish (DGE)
I pres. y aor.
1 c. suj. y dat. de pers. tener trato, relacionarse προσποιητῶς ὑμῖν ἐνωμίλησα D.C.43.15.5, cf. Cyr.Al.Luc.1.132.15, ref. a rel. sex. ταῖς τῶν ἀνθρώπων ... ἐνομιλήσαντες θυγατράσιν Meth.Res.1.37, de las Amazonas ἀνδράσι μὲν δὴ ἐνομιλεῖν οὐ παρέχειν σφας Philostr.Her.75.19
•fig. c. suj. y dat. abstr. armonizar, congeniar, acomodarse ἡδονὴ δὲ προτέραις ... ἐνομιλεῖ ταῖς αἰσθήσεσι Ph.1.40, tb. c. suj. de pers. πάσαις οὖν ταῖς εἰρημέναις δυνάμεσιν ὁ ἀσκητὴς ἐνομιλεῖ Ph.1.523, τὰ λαμπρὰ ἐκεῖνα, οἷς ποτε ἐνωμίλησα Ph.2.541, cf. Cyr.Al.M.76.1001B.
2 c. dat. de lugar residir μὴ ... νενομίσθαι τοὺς ξένους ἐνομιλεῖν τῇ πόλει Philostr.VA 2.23, cf. 6.20, Ἔρως ... οὐρανῷ ... ἐνωμίλει Him.10.9.
3 prenderse, engancharse fig. τοῖς Ἰησοῦ δικτύοις Bas.Sel.Or.M.85.337A.
II en perf.
1 estar habituado a o familiarizado con, estar hecho a τοῖς δὲ ἀνθρωπείοις ... μάλιστ' ἐνωμιληκώς Ph.1.363, πολλὰ τοῖς Πάρθων ἤθεσιν ἐνωμιληκώς Plu.Ant.41, Ἐπιμενίδην ... πράγμασιν ἐνωμιληκότα πολιτικοῖς Plu.2.784b, τῇ ἀληθείᾳ Didym.in Ps.cat.887.
2 en v. med., c. suj. abstr. serle familiar a uno ἐκ παιδίων ἐνωμιλημένας ἔχομεν δόξας Polystr.Contempt.32.24.
German (Pape)
[Seite 849] darin verkehren, Sp.; τῇ πόλει Philostr., τοῖς Πάρθων ἤθεσιν ἐνωμιληκώς Plut. Anton. 41, damit bekannt geworden.
French (Bailly abrégé)
ἐνομιλῶ :
se familiariser avec, τινι.
Étymologie: ἐν, ὁμιλέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνομῑλέω: общаться, знакомиться, осваиваться (τοῖς ἤθεσί τινος ἐνωμιληκώς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνομιλέω: ὁμιλέω ἐν, Δίων Κ. 43. 15, κλ. ΙΙ. συναναστρέφομαι, λαμβάνω, πεῖραν, γνωρίζω, Πάρθων ἤθεσιν ἐνωμιληκὼς Πλουτ. Ἀντών. 41.
Greek Monotonic
ἐνομῑλέω: = ὁμιλέω ἐν, έρχομαι σε γνωριμία με κάτι, εξοικειώνομαι, με δοτ., σε Πλούτ.
Middle Liddell
= ὁμιλέω ἐν]
to be well acquainted with a thing, c. dat., Plut.