ἐννεκρόομαι
From LSJ
English (LSJ)
Pass., die in, ταῖς γαλήναις Plu.2.792b.
Spanish (DGE)
convertirse en un cuerpo sin vida, perder la actividad vital c. dat. ὥσπερ οἱ σπόγγοι ταῖς γαλήναις ἐννεκρωθείς fig. ref. a Lúculo, Plu.2.792b, del que va a recibir el bautismo ὡς ζησόμενος βαπτισθῆναι καὶ ἐννεκρωθῆναι τῷ ὕδατι Gr.Naz.M.36.236C.
German (Pape)
[Seite 847] pass., darin getödtet werden, sterben, τινί, Plut. an seni 16.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
faire mourir dans, τινι.
Étymologie: ἐν, νεκρός.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννεκρόομαι: νεκροῦμαι ἐν., ὥσπερ οἱ σπόγγοι ταῖς γαλήναις ἐννεκρωθεὶς Πλούτ. 792Β.
Russian (Dvoretsky)
ἐννεκρόομαι: (в чем-л.) умирать (ταῖς γαλήναις ἐννεκρωθείς Plut.).
Greek Monolingual
ἐννεκροῦμαι, ἐννεκρόομαι (Α) νεκρούμαι
νεκρώνομαι, απονεκρώνομαι μέσα σε κάτι, πεθαίνω.