ἐλελίχθων
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ἐλελίχθον, gen. ονος, (ἐλελίζω *a) earth-shaking, τετραορία Pi.P.2.4; Ἐλέλιχθον, i.e. Poseidon, ib.6.50:—in S.Ant.153 Dionysus is called ὁ Θήβας ἐλελίχθων because the ground shook beneath the feet of his dancing bands.
Spanish (DGE)
-ον, gen. -ονος
que sacude la tierra τετραορία Pi.P.2.4, epít. de Posidón, Pi.P.6.50, ὁ Θήβας ἐ. el que sacude Tebas, e.e., Dioniso por las danzas de las Bacantes, S.Ant.154.
• Etimología: De ἐλελίζω y χθών.
German (Pape)
[Seite 795] ονος, ὁ, erderschütternd, Poseidon, Pind. P. 6, 50; τετραορία 2, 4; Βάκχος Θήβας ἐλ. Soph. Ant. 154, der das Land erschüttert, wobei an die bacchischen Reigen zu denken, schlechtere Lesart ἐλελίζων.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui ébranle la terre.
Étymologie: ἐλελίζω¹, χθών.
Russian (Dvoretsky)
ἐλελίχθων: 2, gen. ονος сотрясающий землю (Ποσειδάων Pind.; Βάκχος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλελίχθων: -ον, (ἐλελίζω Α) ὁ σείων τὴν γῆν, τετραορία Πινδ. Π. ??? 8· Ἐλέλιχθον, δηλ. Πόσειδον, αὐτόθι 6. 50· - ἐν Σοφ. Ἀντ. 153 ὁ Βάκχος καλεῖται ὁ Θήβας ἐλελίχθων, ἐπειδὴ τὸ ἔδαφος ἐσείετο ὑπὸ τοὺς πόδας τῶν χορευόντων θιασωτῶν αὐτοῦ, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 1, καὶ τὸν Spanh. ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
ἐλελίχθων, ο (Α)
1. αυτός που σείει τη γη
2. επίθ. του Ποσειδώνος που προκαλεί τον σεισμό και του Βάκχου του οποίου οι χορευτές τραντάζουν τη γη.
Greek Monotonic
ἐλελίχθων: -ον (ἐλελίζω Α), αυτός που σείει, τραντάζει τη γη, σε Σοφ.